Σάββατο 21 Μαΐου 2016

8432 - Γερο-Ιερόθεος ο Κερασιώτης (†1902)

Ὁ γερο-Ἱερόθεος ἀπὸ τὴν νῆσο Σκιάθο ἐκάρη μοναχὸς τὸ 1855 εἰς τὴν Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῶν Ψαρῶν. Ἐκεῖ ἐδημιουργήθηκαν σκάνδαλα καὶ ἔριδες τῶν κοινοβιατῶν μοναχῶν καὶ ἕνεκα τούτου ἀνεχώρησαν ἀρκετοὶ μοναχοί. 
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦτο ὁ ἐνάρετος καὶ φιλήσυχχος γερο-Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τῆς μοναχικῆς του κουρᾶς ἕως τέλους δὲν ἐγεύθη ἔλαιον καὶ ἀρτύσιμα φαγητά.
Ἀνεχώρησε εἰς τὴν νῆσο Θάσο καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευσε ὀλίγο καιρὸ μὲ τὸν ὁμότροπό του μοναχὸ Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος μετ’ ὀλίγον, ἕνεκα γήρατος, ἀπεβίωσε καὶ ἐτάφη ἐκεῖ.

Ὁ γερο-Ἱερόθεος ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν Θάσο καὶ ἔρχεται εἰς τὴν νήσο Χίο. Ἐκεῖ βρίσκει τὸν παράδελφό του μοναχὸ Μακάριο ἀπὸ τὴν Μονὴ τῶν Ψαρῶν. Ἐκατοίκησαν μαζὶ εἰς ἕνα μικρὸ ἐρημητήριο, τὸ καλούμενον Μυγαρά, πλησίον τοῦ χωριοῦ Παρπαριὰ καὶ τῆς Χώρας. Ἐκεῖ ἐπῆραν τὸν μόλις τότε 9 ἐτῶν μικρὸν ἐξάδελφον τοῦ Μακαρίου, τὸν μετέπειτα ἐξαιρετικὸ ἱερομόναχο παπα-Ἀθανάσιο.
Τὸ 1869 ἄφησαν τὸ μικρὸ ἡσυχαστήριο καὶ ἐκατοίκησαν στὴν μικρὴ Μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν ἐπονομαζομένη Παγούσενα. Ἐκεῖ διηγοῦνται ὅτι ὁ γερο-Ἱερόθεος ἐθεράπευσε κάποια δαιμονισμένη. Ἐκεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς χωρικούς, τὸν ἐκατηγόρησε ὅτι εἶχε σχέση μὲ κάποια γυναίκα. Ὁ γερο-Ἱερόθεος, καίτοι ἐγνώριζε τὸν συκοφάντη, τοῦ ἐζήτησε νὰ τὸν μεταφέρει μὲ τὸ μουλάρι ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀφροδισία στὴν Παρπαριά. Καθ’ ὁδὸν ἐζήτησε ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸν ἀγωγιάτη νὰ τὸν κατεβάσει ἀπὸ τὸ μουλάρι, κρατώντας τον ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ πολὺ σφιχτά. Ὁ κατήγορος κατάλαβε ὅτι ὅσο κρατοῦσε σφιχτὰ τὸν Γέροντα, δὲν πατοῦσε καθόλου αὐτὸς καὶ ὁ Γέροντας στὴν γῆ. Τὸν ἔπιασε φρίκη γιὰ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ τοῦ συνέβαινε καὶ ἔπεσε στὸ ἔδαφος καὶ ζητοῦσε συγγνώμη μετὰ δακρύων ἀπὸ τὸν Γέροντα.
Οἱ Πατέρες αὐτοί, ὅπως εἴπαμε ἀνωτέρω, εἶχαν ἀπαράβατο ὅρο στὴν ζωή τους, νὰ μὴν γευθοῦν λαδερὸ φαγητό. Ὁ νέος ὅμως δεσπότης τῆς Χίου, Γρηγόριος ὁ Βυζάντιος (1860-1877), δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει τὸ ἀσκητικὸ πνεῦμα καὶ ἦθε σὲ ῥῆξη μὲ τοὺς μοναχοὺς Ἱερόθεο καὶ Μακάριο, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν τὴν βοήθεια καὶ τὴν ὑποστήριξη τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων. Κυρίως δέ, ἀπὸ τὸν ὁμότροπο καὶ περιβόητο ἀσκητὴ τοῦ Ἄθω Χατζηγεώργιο, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε προθύμως νὰ τοὺς ἐνισχύει ἀποστέλλοντας ἐπιστολὴ στὸν ἐπίσκοπο γιὰ τὸ θέμα αὐτό, στὶς 15 Ἀπριλίου 1872. Φαίνεται, ἡ ἐπιστολὴ δὲν ἔφερε τὸ ἀναμενόμενο ἀποτέλεσμα καὶ οἱ Πατέρες αὐτοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὰ Ψαρά, εἰς τὴν Μονὴ τῆς μετανοίαε τους, ὅπου τοὺς ὑποδέχονται μὲ πολλὴ χαρά.
Τότε, μαζί τους, ἦρθαν καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς συνοδείας τους, δηλαδὴ ὁ διακο-Συμεών, οἱ μοναχοὶ Κοσμᾶς καὶ Διονύσιος καὶ ὁ παπα-Θανάσης. Ἐκεῖ, διέμειναν μέχρι τὸ 1885. Ἐπιθυμοῦντες νὰ βροῦν μέρος ἡσυχαστικὸ καὶ ἀπερίσπαστο γιὰ τὰ πνευματικά τους καθήκοντα ἦρθαν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ κατέληξαν στὴν Κερασιά, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν ὡραία αὐτὴ ἀσκητικὴ παράδοση τοῦ Χατζηγιώργη, ὁ ὁποῖος ἐκεῖνο τὸ ἔτος ἀκριβῶς ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὴν Κωνσταντινούπολη.
Στὴν Κερασιά, ἀκριβῶς τὸ ἔτος αὐτό, μετεκόμισε ἀπὸ τὸ Κελλὶ τῶν Εἰσοδίων ἡ ἀδελφότης τῶν Ἰωασαφαίων (ὡς λέγουν, εὑρῆκαν ἀρκετὸ χρυσὸ στὴν κορυφὴ δένδρου ὄπισθεν τοῦ Ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας, τὸν ὁποῖο χρησιμοποίησαν εἰς τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μεγαλοπρεποῦς Καλύβης τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἰς τὰ Καυσοκαλύβια).
Ἀγόρασαν τότε οἱ Πατέρες ἀπὸ τὰ Ψαρά, ἀπὸ τὴν κυρίαρχο Μονὴ τῆς περιοχῆς, Μεγίστη Λαύρα, ἀντὶ 300 ὀθωμανικῶν λιρῶν τὸ Κελλὶ τῶν Εἰσοδίων. Ἄφησαν στὸ Κελλὶ τὸν διακο-Συμεών, καὶ ἐπέστρεψαν στὰ Ψαρὰ γιὰ νὰ μεταφέρουν τὶς ἀποσκευές τους. Κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὁπότε ἐπανηγύριζε τὸ κοντινὸ ἀρχαιότερο Κελλὶ τῆς Κερασιᾶς, βγαίνοντας ἀπὸ τὴν τράπεζα, ἐπανικοβλήθηκαν ἀπὸ τὸν καπνὸ ποὺ ἐσκέπαζε ὅλη τὴν περιοχὴ τῆς Κερασιᾶς, διότι τὸ Κελλὶ τῶν Εἰσοδίων ἀπετεφρώθη ὁλοσχερῶς, χωρὶς νὰ γνωρίζε κανεὶς τὴν αἰτία. Διεσώθη μόνο ὁ μικρὸς ναΐσκος, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Ὁ διακο-Συμεών, εἰδοποίησε τοὺς πατέρες εἰς τὰ Ψαρὰ γιὰ τὸ γεγονός, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν ἐκεῖ ἐπὶ τρία ἔτη γιὰ τὴν συγκέντρωση τῶν ἀναγκαίων πόρων γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ Κελλιοῦ τους. Ἐπέστρεψαν στὴν Κερασιὰ τὸ 1888, ὁ γερο-Ἱερόθεος, ὁ παπα-Θανάσης καὶ οἱ μοναχοὶ Κοσμᾶς, Διονύσιος καὶ Μάξιμος. Ὁ μοναχὸς Διονύσιος κατῆλθε στὰ Καυσοκαλύβια, στὴν Καλύβη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπου βρίσκεται τὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, στὸν σεβάσμιο Γέροντα Ἀκάκιο. Ἀποβιώσας ὁ γερο-Ἀκάκιος τὸ 1905, ἔμεινε Γέροντας ὁ Διονύσιος μὲ ὑποτακτικούς του τοὺς μοναχοὺς Ἀκάκιο, Ἱερόθεο καὶ Τιμόθεο· ἀπεβίωσε τὴν 10ην Αὐγούστου τοῦ 1934.
Ὁ δὲ μοναχὸς Μάξιμος, ἐκοινοβίασε εἰς τὸ πλησίον Κελλὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὴν Κερασιά. Ὁ γερο-Ἱερόθεος, τὸ 1892 ἀρχίζει τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ καμένου Κελλιοῦ, τὸ ὁποῖο ἀποπερατώθηκε τὸ 1895. Τὸ 1897 ἀπέκτησε ἕτερον ὑποτακτικόν, τὸν Ἰάκωβον.
Ὁ γερο-Ἱερόθεος εἶχε προχωρήσει πολὺ στὴν πνευματικὴ ζωή, ζοῦσε τὴν ἐσωτερικὴ προσευχὴ μὲ βαθειὰ ταπείνωση καὶ μὲ προορατικὸ χάρισμα. Μία φορά, προεῖπε σὲ Ῥώσους προσκυνητὰς ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν στὴν Κερασιά, λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, τὴν ἀπόπειρα δολοφονίας τοῦ τότε Τσάρου τῆς Ῥωσίας. Αὐτοὶ ἔγκαιρα εἰδοποίησαν τὴν τσαρικὴ οἰκογένεια καὶ διεσώθηκε. Ἡ διάσωση ἔγινε μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα, ποὺ συνέβη στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1902, ἡ δὲ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του τὸ 1905. Ὁ Λαυριώτης μοναχός, Ἀθανάσιος Καμπανάος, ἰατρός, κατέπεισε αὐτὸν νὰ καταλύσει εἰς δόξα τοῦ Χριστοῦ ἔλαιον ὡς ἀσθενής, φοβηθεὶς μήπως ὁ λογισμὸς τῆς ὑπερηφανείας βλάψει τὰς τελευταίας ὥρας τὴν ψυχήν του. 
Ἀμέσως μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα, προσελήφθη νέος ὑποτακτικὸς ἀπὸ τὴν Χίο στὸ Κελλί, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς τὸ 1908, μετονομασθεὶς Ἱερόθεος καὶ χειροτονηθεὶς διάκονος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἀμισοῦ Εὐγένιο, εἶναι δὲ ὁ μετέπειτα γνωστὸς Πνευματικός, Ἱερόθεος τῆς Κερασιᾶς (φωτογραφία).
Στὶς 9 Μαρτίου τοῦ 1913 ἐθεμελιώθη ὁ σημερινὸς εὑρισκόμενος ναὸς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Στὶς 30 Ἰουνίου ἐσκεπάσθη ὁ ναός, ἀλλὰ τὰ ἐσωτερικὰ καλούπια ἔμειναν τρία ἔτη καὶ τὸ 1915 ἐσοβατίσθη, ἐνῶ τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, τὸ ἴδιο ἔτος, ἔγινε ἡ πρώτη Λειτουργία.
Τὸ 1914, ἦλθε ὁ γερο-Ἰωακεὶμ μαζὶ μὲ τὸν γιό του ἀπὸ τὰ Ἀλάτσατα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τὸ 1918 ἀπεβίωσε τὸ παιδί, ἐτῶν 18, ἀπὸ γρίπη, ἀφοῦ πρῶτα ἐκάρη μοναχός. Στὶς 27 Ἰουλίου 1925 ἐκοινοβίασε ἐτῶν 11 ὁ μετέπειτα παπα-Μακάριος, ὁ ὁποῖος ἐκάρη μοναχὸς τὸ 1930 καὶ ἐχειροτονήθη διάκονος τὸ 1935, τὴν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ, ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου Ἱεροθέου Μιλητουπόλεως. Πρεσβύτερος ἐχειροτονήθη τὸ 1941. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ παπα-Ἱεροθέου στὶς 13-7-1973, ὅταν ἦταν 90 ἐτῶν, ἔγινε Γέροντας ὁ παπα-Μακάριος. Ἐπὶ τῆς γεροντίας του ἡ συνοδεία, ἀπαρτιζομένη ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς Συμεὼν καὶ Κοσμᾶ, μεταφέρθηκε στὴν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ὁ παπα-Μακάριος ἀπεβίωσε τὸ 1987. Σήμερα, Γέρων τῆς Καλύβης εἶναι ὁ μοναχὸς Κοσμᾶς. Ὁ κύριος λόγος ποὺ ἔφυγε ἡ συνοδεία ἀπὸ τὴν Κερασιά, ἦταν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀκαταστασία τῶν ποικίλων ἀποχρώσεων ὁμάδων τῶν λεγομένων Ζηλωτῶν, ποὺ ἐπεκράτησαν στὴν ἀπομονωμένη περιοχὴ τῆς Κερασιᾶς.

1 σχόλιο:

  1. Σαν σήμερα πρωτοπήγα στο Άγιο Όρος, το 1995. Στην Κερασιά, στο Κελλί των Αγίων Αποστόλων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή