Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

6186 - Εφραίμ μοναχός Γρηγοριάτης (1906-1991) - Μέρος 4ο

Φωτογραφία:
-Μποροῦμε κ ἐμεῖς σήμερα νά ἀποκτήσουμε τά δάκρυα, τό πένθος καί τήν συνεχῆ μετάνοια πού εἶχαν οἱ ἅγιοι Πατέρες;
-Οποιος θέλει μπορεῖ. ῾Η Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν. Αὐτά εἶναι ἐσωτερικός θησαυρός καί ἀσύληπτος ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Δέν μπορεῖ νά τά ἀποκτήσῃ μέ τήν βοήθεια ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλά μόνο μέ τήν ἐνοικοῦσα στήν καρδιά Χάρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Νά βαδίζουμε πάντα ἐπιτελῶντας τό καλό καί προσέχοντας νά μή μᾶς ἐγκαταλείψῃ ἡ Θεία Χάρις. Μᾶς ἐγκατέλειψε ἡ Θεία Χάρις, τό ῞Αγιο Πνεῦμα; Ἔεε, τότε εἴμαστε ἀπωλεσμένοι.
-Γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει τούς πειρασμούς στόν κόσμο;
-Πρός ὄφελος, λέγει κάποιος ῞Αγιος. Ἀφαίρεσε τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος. ῞Ολοι οἱ πειρασμοί μᾶς βοηθοῦν γιά τήν ἀπόκτησι τῆς ὑπομονῆς. ῾Η ὑπομονή ἀποκτᾶται διά τῆς ὑπομονῆς. ῾Η ἴδια ἡ ζωή μας, ἔτσι ὅπως στόν καθένα μας ἐκτυλίσσεται, εἶναι μία ἄσκησις στήν ὑπομονή.

 Τήν ὑπομονή τήν ἀγοράζεις μέ τό αἷμα σου καί τούς ἰδρῶτες σου, γι᾿ αὐτό καί δέν μπορεῖ κανείς νά σοῦ τήν κλέψῃ. Ἐμεῖς τήν ἀρχή νά κάνουμε καί τό τέλος θά εἶναι ἀγαθό, γιατί θά μᾶς βοηθήσῃ ὁ Θεός. Δέν μᾶς ἀναγκάζει κανείς νά τήν ἀποκτήσουμε, ὅπως καί δέν μᾶς ἀναγκάζει κανείς γιά νά σωθοῦμε. Μᾶς προτρέπει ὅμως ὁ Κύριος, ὑποσχόμενος ὅτι· «τῶν βιαστῶν ἐστί ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».
-Ποία εἶναι ἡ σπουδαιοτέρα ἀρετή γιά τήν σωτηρία μας, πάτερ 'Εφραίμ;
-Καθώς λένε καί τά Πατερικά, εἶναι ἡ ταπείνωσις. Θεμέλιο γιά κάθε ἀρετή, διότι χωρίς αὐτήν δέν ἠμποροῦμε νά κτίσουμε τό παλάτι τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας.῞Οσο ψηλά κι ἄν ἀνέβη ὁ ἄνθρωπος, τίποτε δέν εἶναι, ἐάν δέν ταπεινωθῇ.
῾Η ταπείνωσις θά μᾶς ὁδηγήσῃ στήν ὑπακοή, στήν προσευχή, στήν νηστεία καί στήν ἀγάπη τοῦ  Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Ἐγώ ὅμως δέν ἔχω βάλει φροντίδα νά ἀποκτήσω τήν ταπείνωσι, γι᾿ αὐτό καί δέν μπορῶ νά ἀντέξω καί τό παραμικρό λόγο ἑνός Ἀδελφοῦ.
-Μπορεῖ ὁ Μοναχός νά ἐφαρμόζῃ τό ρητό τοῦ 'Αποστόλου Παύλου, «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε;
-Πῶς δέν μπορεῖ; Ἀφοῦ μέσα ἀπό τήν ὑπακοή πηγάζει ἡ Χάρις καί τῆς προσευχῆς. Κάποτε ὁ ἀρχοντάρης μιᾶς κοινοβιακῆς Μονῆς, εἶπε στόν Γέροντά του: 
-Γέροντα ἔχω περισπασμούς στό ἀρχοντρίκι, λόγῳ τῶν πολλῶν ἐπισκεπτῶν, καί δέν μπορῶ νά κάνῳ προσευχή. Τότε ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε: 
-Ἄκουσε τέκνο μου, νά κάνῃς ὑπακοή καί αὐτά πού λέγεις ὅτι δέν μπορεῖς, νά ξέρῃς ὅτι εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Χωρίς τήν ὑπακοή, θά εἶσαι γεμᾶτος λογισμούς, ὁπότε ἀδύνατον νά ἔχῃς προσευχή καί λογισμούς μαζί. ῾Η ὑπακοή θά σοῦ χαρίζῃ εἰρηνική καρδιά γιά νά μπορῇς νά προσεύχεσαι, ὅταν ἔχῃς χρόνο νά πηγαίνῃς στό κελλί σου.
-Ἐάν ἔλθουμε μέ κάποιον σέ διένεξι καί κατόπιν βάλουμε μετάνοια νά συγχωρηθοῦμε, ὅμως μέσα στήν καρδιά μας παραμένει κάποια ψυχρότης, ἴσως καί λογισμός ἐκδικήσεως, τί πρέπει νά κάνουμε;
-Εἶναι ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, τίς ὁποῖες λίγο πολύ ὅλοι τίς ἔχουμε. Χρειάζεται βία ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ πάθους. Χωρίς τήν συμφιλίωσι μέ τόν ἀδελφό ἀπό καρδίας, δέν ἠμποροῦμε νά ἔχουμε παρρησία στόν Θεό κατά τήν προσευχή μας. Ἐμεῖς πρέπει σέ τέτοιες περιπτώσεις νά μιλᾶμε πρῶτοι στόν ἀδελφό πού μᾶς λύπησε καί σιγά-σιγά μέ τήν Θεία βοήθεια θά καμφθῇ καί ὁ ἀδελφός, θά μαλακώσῃ ἡ καρδιά του καί θά μᾶς δεχθῇ μέσα του ὡς ἀδελφούς του. Κάποιος Πνευματικός μοῦ εἶπε, ὅτι πρέπει νά τοῦ μιλήσουμε ἐπί τρεῖς φορές· ἐγώ σοῦ λέγω, νά τοῦ μιλᾶμε συνεχῶς κάνοντας καί προσευχή στόν Θεό γιά νά τόν φωτίσῃ. Μή ξεχνᾶμε αὐτό πού λέγει ὁ 'Απόστολος Παῦλος· «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ».
- Πάτερ Ἐφραίμ, ἐπειδή ἔκαμες πολλά χρόνια ὡς γηροκόμος,  ἐνθυμεῖσαι νά μοῦ πῇς καμμιά ἱστορία ἀπό τούς Γεροντάδες πού ὑπηρέτησες;
-Ἐνθυμοῦμε κάποιον Διονύσιον. Καταγόταν ἀπό τό Κρανίδι τῆς Ἀργολίδος. Στό ῞Αγιον ῎Ορος ἦλθε γιά πρώτη φορά σέ ἡλικία ὀκτώ ἐτῶν μαζί μέ τόν πατέρα του.῏Ηταν σφουγγαρᾶς ὁ πατέρας του, καί ἁλίευε στήν γύρω περιοχή μας σφουγγάρια. Τότε ἡγούμενος ἦτο ὁ ἀείμνηστος παπᾶ Συμεών, ὁ ὁποῖος τούς ἐπῆρε ἐπάνω στό ῾Ηγουμενεῖο καί τούς ἐφίλευσε κάτι. Τότε ὁ μικρός βλέποντας τήν τάξι, τούς καλοδεκτικούς Μοναχούς καί ὅ,τι ἄλλο ἐθαύμασε ἡ παιδική του ψυχή, λέγει στόν ῾Ηγούμενο: 
-Θέλω κ ἐγώ νά γίνω Μοναχός. ῾Ο παπᾶ Συμεών τοῦ εἶπε: 
-Τώρα δέν εἶναι καιρός, παιδί μου, γιατί εἶσαι μικρός. Πήγαινε μέ τόν πατέρα σου στήν δουλειά σας καί, ὅταν μεγαλώσῃς, νά ἔλθῃς.
Πράγματι ἔφυγε μέ τόν πατέρα του, καί ὅταν μεγάλωσε, οἱ γονεῖς του τόν ἐπάντρεψαν. Ἀπέκτησε δύο παιδιά, δύο ἀγγελούδια παιδιά καί συνέχισε τήν δουλειά του ὡς σφουγγαρᾶς, ψαρεύοντας στήν θάλασσα τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. 
῞Ενα καιρό τοῦ ἀπέθανε ξαφνικά ἡ γυναῖκα του καί μετά ἀπό λίγο τό πρῶτο παιδί του, καί ἀργότερα, ὅταν ἐψάρευε κοντά στήν ῎Ιμβρο σφουγγάρια, τοῦ ἀπέθανε καί τό ἄλλο παιδί ἀπό ἡλίασι. Τότε θυμήθηκε καί πάλι τό ῞Αγιο ῎Ορος καί τήν ἐπιθυμία πού εἶχε ἐκφράσει ἀπό μικρό παιδί. Ἀπεφάσισε νά τήν ἐκπληρώση. Πλησιάζοντας στό ῎Ορος, καθώς μοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι Πατέρες, ἔκλαιγε ἀπό συγκίνησι καί ἔλεγε στόν ἑαυτόν του· «῎Εε καϋμένε Δημήτρη, τώρα στά γεράματα, καραβοτσακισμένος ἀπό τίς φουρτοῦνες τῆς ζωῆς, ἔρχεσαι νά ἀφιερωθῇς στὀ Περιβόλι τῆς Παναγίας;».
Ἐρχόμενος στό Μοναστήρι μας, τόν συμπάθησε ὁ ἡγούμενος παπᾶ-Γεώργιος καί τοῦ ἔδωσε ὡς διακόνημα νά συνεχίσῃ νά εἶναι στό Μοναστήρι τώρα πλέον ὁ ψαρᾶς καί καπετάνιος στό πλοῖο τό δικό του, πού τό ἔφερε καί τό χάρισε ἐδῶ. Σέ ὅλη του τήν ζωή ἦταν καπετάνιος. Εἶχε τίς εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τοῦ ῾Αγίου Νικολάου στό καῒκι του καί πολλές φορές τόν ἔσωσαν ἀπό τρικυμίες θαυματουργικῶς. Προγνώρισε τόν θάνατό του, γι᾿ αὐτό καί ἐκάλεσε τόν τότε Γέροντά μας, τόν παπᾶ-Θανάση καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ, Γέροντα, τήν τάδε ἡμέρα ἀναχωρῶ γιά τό μεγάλο ταξίδι, νά εἰπῇς στούς Πατέρες νά ἔλθουν νά συγχωρηθοῦμε». Πράγματι ἐπῆγαν ὅλοι οἱ Πατέρες. ῾Ο Γέρο-Διονύσιος ἐπῆρε καί ἔδωσε εὐχές καί τελειώθηκε ὁσιακῶς τό 1932 σέ ἡλικία 73 ἐτῶν.
Αλλος σπουδαῖος ἀδελφός ἦταν ὁ γιατρός τῆς Μονῆς μας, Μοναχός Νικόλαος, καταγόμενος ἀπό τήν Γορτυνία τῆς Ἀρκαδίας. Κατ᾿ ἀρχάς ἔγινε Μοναχός στό Κελλί τῶν Χαλδέζων στήν Νέα Σκήτη, ὕστερα ἐπῆγε στήν Μονή Διονυσίου ἡσυχάζων στό Κάθισμα τῶν ῾Αγίων Ἀποστόλων, καί μετά ἦλθε στήν Μονή μας. ῏Ηταν τύπος παλαιοῦ Μοναχοῦ, σιωπηλός, σεμνός, ἀνεξίκακος, μέ τό χαμόγελο στά χείλη, ἄνθρωπος τῆς 'Εκκλησίας, ἀξιοπρεπής, καταδεκτικός.
Μέσα στήν ἐκκλησία στεκόταν στό στασίδι πού εἶναι δίπλα στήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, μέ τά χέρια σταυρωμένα ἐμπρός, ἀκίνητος καί ὄρθιος.
Στό διακόνημά του ἦτο ταχύς καί ἐξυπηρετικός. ῎Ετρεχε νά βοηθήσῃ σωματικά καί πνευματικά τούς  Ἀδελφούς, ὄχι μόνον τῆς Μονῆς μας, ἀλλά καί τῶν ἄλλων Μονῶν καί Σκητῶν. Οὐδέποτε ἐζήτησε ἤ ἐπεθύμησε νά πάρῃ χρήματα γιά τίς θεραπεῖες καί τά φάρμακα πού προσέφερε στούς ἀσθενεῖς.
Μόνο μιά φορά ὑπεχώρησε στήν ὑπομονή ἑνός Μοναχοῦ, ἁγιογράφου τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, καί δέχθηκε νά τοῦ ἁγιογραφίσῃ τρεῖς εἰκόνες, τῆς Παναγίας, τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί τῆς ῾Αγίας Μαγδαληνῆς, ἀντί τῆς ἀμοιβῆς γιά τήν ἰατρική του βοήθεια στόν ἀσθενήσαντα ἁγιογράφο Μοναχό. 
Αὐτές τίς εἰκόνες, ὕψους ἡ κάθε μία 1,30 καί φάρδους 0,70, τίς ἐχάρισε ὁ ἀείμνηστος γιατρός, πρό τοῦ θανάτου του, στήν τράπεζα τῆς Μονῆς μας.
Οὐδέποτε, ὅπως μοῦ ἔλεγε, παρέλειψε τόν κανόνα του, τόν ὁποῖον ἔκαμε ὄχι μέ κομποσχοίνι, ἀλλά μέ τήν ὥρα. Συχνά ἐρχόταν στό γηροκομεῖον καί ἐπίναμε μαζί καφέ. ῞Οταν μιά φορά, καθώς ἔπινε τό καφέ παρέλυσε τό χέρι του, τοῦ χύθηκε κάτω ὁ καφές καί ἐγώ πρόλαβα καί τόν ἔπιασα, διότι θά ἔπεφτε κάτω.
Εἶχε πάθει ἡμιπληγία. Τόν πήγαμε στό δωμάτιό του. Ἐπανῆλθε κάπως, ἐνῶ στήν ὁμιλία του ἐτραύλιζε. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 1940. Αἰωνία ἡ μνήμη του. Σέ κανέναν δέν εἶμαι τόσο ὑποχρεωμένος, πάτερ, ὅσο στό γιατρό.
Δέν μπορῶ νά μή σοῦ διηγηθῶ καί τόν μακαρίτη Φώτιο, πού καταγόταν ἀπό τά Λαγγάδια Ἀρκαδίας, καί ἀπῆλθε πρός τίς αἰώνιες Μονές τό 1938. Αὐτός δέν περιφρόνησε μόνον γονεῖς, συγγενεῖς καί περιουσία, ἀλλά καί αὐτή τήν ἀρραβωνιαστικιά του. Πολλές φορές ἐκείνη τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα πέφτοντας στά γόνατά του, νά μή τήν ἐγκαταλείψῃ, ἀλλ᾿ ὁ οὐράνιος ἔρως γιά τόν Χριστό καί τήν σωτηρία τῆς ἀθανάτου ψυχῆς του, κατενίκησε τόν ἀνθρώπινο καί φθαρτό ἔρωτα. 
Στό Μοναστήρι μας διέπρεψε ὄχι στά γράμματα καί στίς φιλολογίες, ἀλλά στήν θυσία γιά τόν πλησίον. ῏Ηταν ἀκούραστος στήν κάθε ὑπηρεσία τῆς Μονῆς. Ποτέ δέν τόν θυμᾶμαι νά ἀρνήθηκε ὁποιαδήποτε ἐντολή πού ἐλάμβανε ἀπό τόν Γέροντα ἤ ἐξυπηρετήσεις στίς διάφορες ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν. Στά τελευταῖα του προσβλήθηκε ἀπό ἡμιπληγία καί σέ λίγο καιρό ἔφυγε ἀνεπιστρόφως γιά τήν ποθεινή πατρίδα τό 1938.
Ἀρκετοί Πατέρες προεῖδαν τόν θάνατόν τους. ῾Ο ῾Ιεροδιάκονος Σωφρόνιος, ἀδελφός κατά σάρκα μέ τόν Γέρο-Ἀνδρέα καί ἀνεψιοί τοῦ ἀειμνήστου ἡγουμένου παπᾶ-Συμεών, ἀξιώθηκαν θαυμαστοῦ τέλους. ῾Ο μέν Γέρο-Ἀνδρέας ἔφυγε τό 1934 σέ ἡλικία 85 ἐτῶν, χωρίς νά γνωρίσῃ κάποια σωματική ἀσθένεια, οὔτε καί πονόδοντο σ᾿ ὁλόκληρη τήν ζωή του, ὁ δέ διακο-Σωφρόνιος, ἐτελείωσε τήν παροῦσα βιοτή του σέ ἡλικία 34 ἐτῶν, μόλις τέσσαρα χρόνια ἀφ᾿ ὅτι ἦλθε τό 1935 στό Μοναστήρι. Ἀξιώθηκε νά ἴδῃ τούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς μας, τόν ῞Αγιο Νικόλαον, τόν ῞Οσιο Γρηγόριο καί τήν ῾Αγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία, τούς ὁποίους εἶδε νά μπαίνουν ἀπό τό παράθυρο καί νά τοῦ λέγουν: «῾Ετοιμάσου, θά ἔλθουμε  σέ τρεῖς ἡμέρες νά σέ πάρουμε.
῾Ομοίως καί ὁ Γέρο-Σίμων προεῖδε τόν θάνατό του. Ἐνῶ ἦταν στό κρεββάτι του στό γηροκοιμεῖο καί εὑρισκόταν πρός τό τέλος, σηκώθηκε, ἔβαλε τό ράσο του καί ἐπῆγε στήν ἐκκλησία. ῾Η Μονή τότε πανηγύριζε τόν Πολιοῦχο της, τόν ῞Αγιον Νικόλαο, τόν Προστάτη τῶν πτωχῶν, ἀσθενῶν καί χηρῶν. ῞Ολοι οἱ Πατέρες ἐξεπλάγησαν, ὁπόταν εἶδαν τόν Γέρο-Σίμωνα, ἑτοιμοθάνατο νά ἔρχεται στούς Αἴνους γιά νά προσκυνήσῃ τό Μῦρο καί τό ῞Αγιο Λείψανο τοῦ Προστάτου τῆς Μονῆς.῾Ο γηροκόμος Μοναχός τόν παρετήρησε. Γιατί, πάτερ Σίμων, σηκώθηκες ἀπό τό κρεββάτι σου, χωρίς νά μέ φωνάξῃς; "῏Ηλθα νά προσκυνήσω τόν Προστάτη μας γιά τελευταία φορά. Αὔριο θά φύγω καί μάλιστα μέ Δεσπότη".
῎Αλλος σπουδαῖος ἀδελφός ἦταν ὁ γιατρός τῆς Μονῆς μας, Μοναχός Νικόλαος, καταγόμενος ἀπό τήν Γορτυνία τῆς Ἀρκαδίας. Κατ᾿ ἀρχάς ἔγινε Μοναχός στό Κελλί τῶν Χαλδέζων στήν Νέα Σκήτη, ὕστερα ἐπῆγε στήν Μονή Διονυσίου ἡσυχάζων στό Κάθισμα τῶν ῾Αγίων Ἀποστόλων, καί μετά ἦλθε στήν Μονή μας.
῏Ηταν τύπος παλαιοῦ Μοναχοῦ, σιωπηλός, σεμνός, ἀνεξίκακος, μέ τό χαμόγελο στά χείλη, ἄνθρωπος τῆς 'Εκκλησίας, ἀξιοπρεπής, καταδεκτικός. Μέσα στήν ἐκκλησία στεκόταν στό στασίδι πού εἶναι δίπλα στήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, μέ τά χέρια σταυρωμένα ἐμπρός, ἀκίνητος καί ὄρθιος. Στό διακόνημά του ἦτο ταχύς καί ἐξυπηρετικός.
῎Ετρεχε νά βοηθήσῃ σωματικά καί πνευματικά τούς  Ἀδελφούς, ὄχι μόνον τῆς Μονῆς μας, ἀλλά καί τῶν ἄλλων Μονῶν καί Σκητῶν. Οὐδέποτε ἐζήτησε ἤ ἐπεθύμησε νά πάρῃ χρήματα γιά τίς θεραπεῖες καί τά φάρμακα πού προσέφερε στούς ἀσθενεῖς.
Μόνο μιά φορά ὑπεχώρησε στήν ὑπομονή ἑνός Μοναχοῦ, ἁγιογράφου τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, καί δέχθηκε νά τοῦ ἁγιογραφίσῃ τρεῖς εἰκόνες, τῆς Παναγίας, τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί τῆς ῾Αγίας Μαγδαληνῆς, ἀντί τῆς ἀμοιβῆς γιά τήν ἰατρική του βοήθεια στόν ἀσθενήσαντα ἁγιογράφο Μοναχό. Αὐτές τίς εἰκόνες, ὕψους ἡ κάθε μία 1,30 καί φάρδους 0,70, τίς ἐχάρισε ὁ ἀείμνηστος γιατρός, πρό τοῦ θανάτου του, στήν τράπεζα τῆς Μονῆς μας.
Οὐδέποτε, ὅπως μοῦ ἔλεγε, παρέλειψε τόν κανόνα του, τόν ὁποῖον ἔκαμε ὄχι μέ κομποσχοίνι, ἀλλά μέ τήν ὥρα. Συχνά ἐρχόταν στό γηροκομεῖον καί ἐπίναμε μαζί καφέ. ῞Οταν μιά φορά, καθώς ἔπινε τό καφέ παρέλυσε τό χέρι του, τοῦ χύθηκε κάτω ὁ καφές καί ἐγώ πρόλαβα καί τόν ἔπιασα, διότι θά ἔπεφτε κάτω.
Εἶχε πάθει ἡμιπληγία. Τόν πήγαμε στό δωμάτιό του. Ἐπανῆλθε κάπως, ἐνῶ στήν ὁμιλία του ἐτραύλιζε. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 1940. Αἰωνία ἡ μνήμη του. Σέ κανέναν δέν εἶμαι τόσο ὑποχρεωμένος, πάτερ, ὅσο στό γιατρό.
Δέν μπορῶ νά μή σοῦ διηγηθῶ καί τόν μακαρίτη Φώτιο, πού καταγόταν ἀπό τά Λαγγάδια Ἀρκαδίας, καί ἀπῆλθε πρός τίς αἰώνιες Μονές τό 1938. Αὐτός δέν περιφρόνησε μόνον γονεῖς, συγγενεῖς καί περιουσία, ἀλλά καί αὐτή τήν ἀρραβωνιαστικιά του. Πολλές φορές ἐκείνη τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα πέφτοντας στά γόνατά του, νά μή τήν ἐγκαταλείψῃ, ἀλλ᾿ ὁ οὐράνιος ἔρως γιά τόν Χριστό καί τήν σωτηρία τῆς ἀθανάτου ψυχῆς του, κατενίκησε τόν ἀνθρώπινο καί φθαρτό ἔρωτα. 
Στό Μοναστήρι μας διέπρεψε ὄχι στά γράμματα καί στίς φιλολογίες, ἀλλά στήν θυσία γιά τόν πλησίον. ῏Ηταν ἀκούραστος στήν κάθε ὑπηρεσία τῆς Μονῆς. Ποτέ δέν τόν θυμᾶμαι νά ἀρνήθηκε ὁποιαδήποτε ἐντολή πού ἐλάμβανε ἀπό τόν Γέροντα ἤ ἐξυπηρετήσεις στίς διάφορες ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν. Στά τελευταῖα του προσβλήθηκε ἀπό ἡμιπληγία καί σέ λίγο καιρό ἔφυγε ἀνεπιστρόφως γιά τήν ποθεινή πατρίδα τό 1938.
Ἀρκετοί Πατέρες προεῖδαν τόν θάνατόν τους. ῾Ο ῾Ιεροδιάκονος Σωφρόνιος, ἀδελφός κατά σάρκα μέ τόν Γέρο-Ἀνδρέα καί ἀνεψιοί τοῦ ἀειμνήστου ἡγουμένου παπᾶ-Συμεών, ἀξιώθηκαν θαυμαστοῦ τέλους. ῾Ο μέν Γέρο-Ἀνδρέας ἔφυγε τό 1934 σέ ἡλικία 85 ἐτῶν, χωρίς νά γνωρίσῃ κάποια σωματική ἀσθένεια, οὔτε καί πονόδοντο σ᾿ ὁλόκληρη τήν ζωή του, ὁ δέ διακο-Σωφρόνιος, ἐτελείωσε τήν παροῦσα βιοτή του σέ ἡλικία 34 ἐτῶν, μόλις τέσσαρα χρόνια ἀφ᾿ ὅτι ἦλθε τό 1935 στό Μοναστήρι. Ἀξιώθηκε νά ἴδῃ τούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς μας, τόν ῞Αγιο Νικόλαον, τόν ῞Οσιο Γρηγόριο καί τήν ῾Αγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία, τούς ὁποίους εἶδε νά μπαίνουν ἀπό τό παράθυρο καί νά τοῦ λέγουν: «῾Ετοιμάσου, θά ἔλθουμε  σέ τρεῖς ἡμέρες νά σέ πάρουμε.
῾Ομοίως καί ὁ Γέρο-Σίμων προεῖδε τόν θάνατό του. Ἐνῶ ἦταν στό κρεββάτι του στό γηροκοιμεῖο καί εὑρισκόταν πρός τό τέλος, σηκώθηκε, ἔβαλε τό ράσο του καί ἐπῆγε στήν ἐκκλησία. ῾Η Μονή τότε πανηγύριζε τόν Πολιοῦχο της, τόν ῞Αγιον Νικόλαο, τόν Προστάτη τῶν πτωχῶν, ἀσθενῶν καί χηρῶν. ῞Ολοι οἱ Πατέρες ἐξεπλάγησαν, ὁπόταν εἶδαν τόν Γέρο-Σίμωνα, ἑτοιμοθάνατο νά ἔρχεται στούς Αἴνους γιά νά προσκυνήσῃ τό Μῦρο καί τό ῞Αγιο Λείψανο τοῦ Προστάτου τῆς Μονῆς.῾Ο γηροκόμος Μοναχός τόν παρετήρησε. Γιατί, πάτερ Σίμων, σηκώθηκες ἀπό τό κρεββάτι σου, χωρίς νά μέ φωνάξῃς; "῏Ηλθα νά προσκυνήσω τόν Προστάτη μας γιά τελευταία φορά. Αὔριο θά φύγω καί μάλιστα μέ Δεσπότη".
[Συνεχίζεται]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου