Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

5406 - π. Σεραφείμ Δημόπουλος, ο Ιεραπόστολος και Πτωχοτρόφος των ημερών μας. Οι σχέσεις του με το Άγιον Όρος και τον Γέροντα Παΐσιο.



Βιογραφικά
Ο π. Σεραφείμ Δημόπουλος γεννήθηκε το ετος 1937 στο Ηράκλειο της Κρήτης από τον Κωνσταντίνο και την Ειρήνη. Ήταν δεύτερος από επτά αδέλφια και στην βάπτισή του ωνομάσθηκε Χρηστός. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Σμύρνη και είχε μακρινή συγγένεια με τον Εθνομάρτυρα και Ιερομάρτυρα άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης. Ανατράφηκε με αρχές χριστιανικές. Φάνηκε από νωρίς η αγάπη του προς την Εκκλησία και η κλίση του για την Ιερωσύνη, καθώς και η προτίμησή του για την ασκητική ζωή.
Από μικρός είχε ζητήσει από τους γονείς του ξεχωριστό δωμάτιο. Η μητέρα του του έδωσε, αλλά απεφάσισε να κοιμάται μαζί του στο ίδιο δωμάτιο. Τότε της παρουσιάστηκε η Παναγία στον ύπνο και της είπε: «Άφησέ τον να αγωνίζεται». Έκτοτε ο μικρός Χρήστος μπορούσε να προσεύχεται τα βράδια ανενόχλητος.

Ήταν επιμελής στα μαθήματά του και προσεκτικός στην ζωή του. Δεν έλειπε γιορτές και Κυριακές από την Εκκλησία και από το Κατηχητικό. Σπούδασε την ιερά επιστήμη της θεολογίας για να λάβη εφόδια να διακονήση ως ιερέας την Εκκλησία.
Ως φοιτητής επεσκέπτετο Μοναστήρια. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με το μοναστήρι του Αγίου Σεραφείμ Δομπού Λειβαδιάς, με την Λογγοβάρδα και τον οσίας μνήμης ηγούμενό της π. Φιλόθεο Ζερβάκο.
Σχέσεις με Άγιον Όρος και γέροντα Παΐσιο.
Αφού πήρε το πτυχίο της Θεολογικής, έκανε και την στρατιωτική του θητεία. Για ένα διάστημα εμείνε στο Άγιον Όρος κοντά σ’ εναν Σέρβο ασκητή, τον π. Γεώργιο, που μόναζε στο Παλαιομονάστηρο της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, και μυήθηκε στην νοερά προσευχή. Δεν έγινε όμως μοναχός, ούτε θέλησε να μείνη οριστικά στο Άγιον Όρος. Ο Θεός είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν, αλλού τον κατηύθυνε.
Ο Γέροντας είχε μεγάλη ευλάβεια για το Περιβόλι της Παναγίας και έλεγε: «Αυτά που κάνουμε εμείς εδώ κηρύγματα, φιλανθρωπίες… είναι για τα νήπια. Το Άγιον Όρος είναι το Πανεπιστήμιο. Εκεί οι μοναχοί δεν κόβουν τα πάθη, αλλά γνωρίζουν μεθόδους που ξερριζώνουν τα πάθη μια για πάντα. Ο μοναχός πρέπει να κάθεται στο κελλί του κι ας μην κάνη πολλά πνευματικά. Εάν ο μοναχός βγαίνη έξω στον κόσμο δεν κάνει καμμία προκοπή».
Κάποιος του πήγε ενα βιβλίο για το Άγιον Όρος. Ο Γέροντας το πήρε στα χέρια του, έψαξε μία- μία τις φωτογραφίες με Αγιορείτες γέροντες, τις ασπάστηκε, τις εναγκαλίστηκε θερμά και αμέσως μετά επέστρεψε το βιβλίο λέγοντας «πάρτο τώρα».
Κάποτε τον ρώτησαν αν γνώρισε από κοντά τον γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη και είπε:
—Ναί, τον συνάντησα 2-3 φορές. Σε κοίταζε βαθειά με τα διαπεραστικά του μάτια και σε “διάβαζε”. ‘Όταν είχα βαρειά άρρωστους, κυρίως καρκινοπαθείς, του έστελνα γράμμα και όλοι τους έγιναν καλά, ούτε ένας δεν πέθανε.
—Γέροντα, πως απέκτησε τόση χάρι ο γέροντας Παΐσιος;
—Ξέρεις τι προσευχές έφτιαχνε ο γέροντας Παΐσιος; Άστα, εμείς δεν κάνουμε τίποτα. Όλα με την προσευχή γίνονται.
—Πως γίνεται Γέροντα, όποιος άνθρωπος κι αν ανοίξη ενα βιβλίο του γέροντα Παΐσιου, να μαγνητίζεται και να ζητάη να διαβάση το βιβλίο, ενώ για άλλα βιβλία να μένη αδιάφορος;
—Ο γέροντας Παΐσιος είχε πολλή χάρη και αυτή μεταφέρεται στα βιβλία του• όποιος τα διαβάζει, πληροφορείται και αναπαύεται η ψυχή του. Είχε τόση χάρι, που και τα βιβλία που γράφουν οι άλλοι για αυτόν τραβάνε σαν μαγνήτης. Εμείς όμως τελικά τίποτα δεν ξέρουμε για τον γέροντα Παΐσιο. Αυτά που νομίζουμε πως ξέρουμε είναι πολύ λίγα. Αυτός ζούσε μεγάλα πράγματα και δεν τα είπε ποτέ σε κανέναν. Έε!… δεν λέγονται εύκολα αυτά».
Αλλά και ο γέροντας Παΐσιος εκτιμούσε ιδιαίτερα τον π. Σεραφείμ. Σε μία παρέα νέων από την Λάρισα, που τον επισκέφθηκαν στην Παναγούδα, τους είπε: «Γιατί έρχεστε σε μένα; Εσείς εκεί στην Λάρισα έχετε έναν άγιο άνθρωπο, τον π. Σεραφείμ». Όμως την επόμενη φορά που οι νέοι αυτοί επισκέφθηκαν την Παναγούδα ανέφεραν στον γέροντα Παΐσιο ότι δεν υπάρχει κανένας π. Σεραφείμ στις ενορίες της Λάρισας. Βέβαια ο π. Σεραφείμ δεν είχε δική του ενορία, αλλά πήγαινε σε χωριά και όπου αλλού τον έστελνε η Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης, γιατί ήταν ιεροκήρυκας. Ο γέροντας Παΐσιος απάντησε: «Εκεί είναι, αλλά κρύβεται σαν τον λαγό πίσω από τους θάμνους, ψάξτε λίγο και θα τον βρείτε».
Γνωστός Θεολόγος Λαρισαίος (Αθανασόπουλος Κωνσταντίνος, πρώην Διευθυντής Ακαδημίας Λάρισας) επεσκέπτετο πολύ συχνά τον π. Παΐσιο. Πάντα τον ρωτούσε να μάθη νέα για τον π. Σεραφείμ και, όταν έφευγε, του έλεγε να του μεταφέρη τους χαιρετισμούς του.
Του ανέφερε κάποιος ότι ένας Αγιορείτης Γέροντας μιλούσε υποτιμητικά για τον γέροντα Παΐσιο, λέγοντας πως δεν ξέρουμε αν είναι άγιος. Ο π. Σεραφείμ στενοχωρέθηκε και με έναν παιδικό αυθορμητισμό απάντησε: «Τί να κάνουμε; Αφού είναι Άγιος». Είχε την φωτογραφία του γέροντος Παϊσίου στον τοίχο πάνω από το κρεββάτι του, δείγμα ιδιαίτερης ευλαβείας, μαζί με τον Εσταυρωμένο, εικόνες της Παναγίας και την Αποκαθήλωση.
Ασκητής
Αγόρασε ένα χωράφι έξω από την Λάρισα κοντά στις φυλακές και έχτισε το ασκητήριό του. Ο Γέροντας επέλεξε να ζήση στην συγκεκριμένη περιοχή, μέσα στα χωράφια, γιατί εκεί εσχηματίζετο το τρίγωνο του πόνου• δηλ. από την μία μεριά είχε τις φυλακές, από την άλλη πλευρά το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και από την άλλη το Κοιμητήριο (Νεκροταφείο).
Στο σπίτι του επί χρόνια δεν είχε νερό και το κουβαλούσε από απόσταση. Για θέρμανση είχε μία ξυλόσομπα που σπάνια την άναβε. Οι επισκέπτες του τον χειμώνα έτρεμαν από την παγωνιά, ενώ εκείνος εστέκετο απαθής στο ψύχος. Πολλές φορές με κρύο οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα.
Το σπίτι του έδειχνε εγκαταλελειμμένο, πολλά πράγματα ήταν πεταμένα δεξιά και αριστερά, η αυλή ήταν χορταριασμένη με σκουπίδια ενώ τα ποντίκια κυκλοφορούσαν άφοβα.
Γνωστός του μαραγκός πήγε να επιδιορθώση την πόρτα του σπιτιού του στον επάνω όροφο και είδε ότι δεν είχε κρεββάτι. Είχε κάτω στο τσιμέντο στρωμένες παλαιές κουβέρτες, ένα παλαιό παλτό για σκέπασμα, ένα σακκάκι τυλιγμένο ρολό για προσκέφαλο, και δίπλα βιβλία. Στο μικρό του κουζινάκι έβραζε μέσα σ’ ένα σαρδελοκούτι μία πιπεριά. Αυτό ήταν το φαγητό της ημέρας.
Οι κινήσεις του απέπνεαν θεία χάρη. Ήταν η ζωντανή επιβεβαίωση και παρουσία του “Γεροντικού”. Πάνω από την κεντρική είσοδο είχε κρεμάσει μία εικόνα του αγίου Παντελεήμονος, τον οποίο ευλαβείτο ιδιαίτερα. Για την Παναγία βέβαια έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη. Όταν κάποτε του πήγαν μία εικόνα της Παναγίας, την ασπάστηκε με πόθο πολλές φορές. Άλλοτε πήγε να λειτουργήση σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Μόλις εισήλθε στο ναό, πήγε κατευθείαν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας όπου προσευχήθηκε όρθιος για μερικά λεπτά και έπειτα μπήκε στο Ιερό.
Ανέφερε ο Γέροντας ότι κάποτε εταλαιπωρείτο από φοβερούς λογισμούς. Τηλεφώνησε τότε στον Ωρωπό στον π. Πορφύριο, ο οποίος δεν απαντούσε παρά την επιμονή του. Έκανε τότε προσευχή και αμέσως απάντησε ο π. Πορφύριος στο τηλέφωνο και άρχισε να του ομιλή, αναλύοντας το πρόβλημα των λογισμών που απασχολούσε τον π. Σεραφείμ. Τότε, όπως ο ίδιος έλεγε, αίσθάνθηκε την χάρι του Θεού να τον επισκέπτεται. Από το κεφάλι κατέβηκε μέχρι τα πόδια και αμέσως απαλλάχθηκε από τους λογισμούς. «Έχει μεγάλη χάρη ο π. Πορφύριος», τόνιζε ο π. Σεραφείμ. Επίσης ανέφερε ότι θεραπεύθηκαν τουλάχιστον πέντε καρκινοπαθείς στην Λάρισα με την προσευχή του π. Πορφυρίου, στον οποίο είχε απευθυνθή με επιστολές. Ο Ζαχαρίου Ευστάθιος, Αστυνομικός από την Λάρισα, αναφέρει: «Από την επαφή που είχα με τον μακαριστό γέροντα Σεραφείμ περίπου μία δεκαετία, διεπίστωσα πως ο Γέροντας ήταν άνδρας μεγάλης αρετής και αυστηρής ασκήσεως.
Εξωτερικά δεν σου έκαμε εντύπωση. Ήταν απεριποίητος, αχτένιστος, άπλυτος και ο χώρος που ζούσε ήταν ασκούπιστος και ακατάστατος. Όταν όμως κανείς τον γνώριζε και παρέβλεπε αυτά, και τις σαλότητες που συχνά εκανε, τότε διεπίστωνε πως μπροστά του είχε έναν άνθρωπο πλήρη Πνεύματος Αγίου. Ο Γέροντας ήταν αυστηρός με τον εαυτό του. Ταλαιπωρούσε τον εαυτό του νηστεύοντας, κοιμόταν σ’ όλη του την ζωή ελάχιστα και όχι σε κρεββάτι, μαγείρευε σπάνια και πολύ απλά. »Καθόταν το καλοκαίρι ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο της Λάρισας, και περπατούσε πολύ. Και μόνο προς το τέλος της ζωής του άφησε κάποιους να τον μεταφέρουν ενώ ο ίδιος χρησιμοποιούσε λεωφορείο. Η μεγαλύτερή του αρετή ήταν να κρύβεται. Άλλωστε και ο μακαριστός γέροντας Παΐσιος τον ωνόμασε “κρυμμένο λαγό”».
Απέφευγε να συζητά προσωπικά του θέματα, και ιδιαίτερα για τον πνευματικό του αγώνα. Έλεγε λίγα για να βοηθήση τα πνευματικά του παιδιά στους πειρασμούς που αντιμετώπιζαν. Εάν η συζήτηση εστρέφετο σε κάτι προσωπικό του τότε έδειχνε να θυμώνη. Εσηκώνετο όρθιος και έλεγε «Άντε να το διαλύσουμε…». Άλλοτε συμβούλευε: «Τον πνευματικό σου αγώνα να μην τον συζητάς ποτέ με τρίτον. Ποτέ». Κάποτε ρωτήθηκε για τις δαιμονικές του εμπειρίες και απάντησε: «Αυτός είναι ο θησαυρός μου. Δεν πρέπει να κλαπή».
Ιεραπόστολος και Πτωχοτρόφος
Το έτος 1965 χειροτονήθηκε διάκονος και το επόμενο έτος πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου κ.κ. Ειρηναίο. Στην μοναχική του κουρά έλαβε το όνομα Σεραφείμ προς τιμήν του οσίου Σεραφείμ του Δομπού, και του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Ο πόθος του για να κηρύξη το Ευαγγέλιο τον ωδήγησε μέχρι την Γερμανία κοντά στον Επίσκοπο που τον χειροτόνησε και μετετέθηκε στην Μητρόπολη Γερμανίας. Ο π. Σεραφείμ εργάσθηκε με ζήλο και βοήθησε τους ομογενείς Έλληνες.
Το έτος 1978 μετέβη στην Αφρική, μεταφέροντας το μήνυμα της αγάπης του Ευαγγελίου στους μαύρους αδελφούς μας.
Όταν μετά την Αφρική τοποθετήθηκε ως εφημέριος στον Παλαμά Καρδίτσης, εκανε οικοτροφείο για φτωχά παιδιά.
Όταν ήρθε στην Λάρισα, δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται και να επικοινωνή με γνωστούς του ιεραποστόλους, ρωτώντας για τις ανάγκες τους και στέλνοντας συχνά βοήθεια σε τρόφιμα, εκκλησιαστικά είδη και φάρμακα.
Όπως η σκιά ακολουθεί τον άνθρωπο, έτσι και στον π. Σεραφείμ -εκτός των άλλων- ήταν αναπόσπαστο το έλεος για τους φτωχούς και η ιεραποστολική διάθεση.
Ανέπτυξε επίσης μεγάλη δράση, βοηθώντας, κατηχώντας και βαπτίζοντας πάνω από χίλιους μετανάστες και κάποιους που ήταν φυλακισμένοι στις φυλακές Λαρίσης.
Τον συγκινούσε η φτώχεια των ανθρώπων και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βοήθα.
Όταν είχε πρωτοέρθει στην Λάρισα (1969), νοίκιασε ενα διαμέρισμα κοντά στο ναό του Αγίου Αθανασίου. Αυτός έμενε στον πρώτο όροφο και ο ιδιοκτήτης στο ισόγειο. Το διαμέρισμα ήταν μεγάλο, γιατί το προώριζε για Οικοτροφείο. Ένα μεγάλο δωμάτιο το είχε μετατρέψει σε κοτέτσι. Το είχε αυτό σαν διακόνημα. Αυγά και κρέας τα έδινε σε φτωχούς. Τότε είχε πει σε ενα πνευματικό του παιδί: «Εχτές ήθελε να γεννήση η γάτα μου, την λυπήθηκα και την έβαλα στην ντουλάπα μου και γέννησε». (Δηλ. πάνω στα ρούχα του). Στην αρχή που ήρθε στην Λάρισα έμενε στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου για λίγα χρόνια. Μετεκόμισε όμως αργότερα στην περιοχή «έξι δρόμοι», όπου έμεινε για 2-3 χρόνια. Ξεκίνησε τότε και έχτισε ενα Οικοτροφείο στην συνοικία «Πέτρου και Παύλου», αλλά αργότερα το δώρισε στην Πρόνοια.
Στην Λάρισα με τον Σύλλογο «Ιωάννης Χρυσόστομος» που ίδρυσε, επιτελούσε μεγάλο και αθόρυβο φιλανθρωπικό και κοινωνικό εργο. Έκανε και άλλο οικοτροφείο, όπου έμεναν παιδιά φτωχών οικογενειών. Μαζί με την υλική τροφή και στέγη είχαν και τον πνευματικό τροφοδότη τον π. Σεραφείμ.
Ίδρυσε Βρεφονηπιακό και Παιδικό Σταθμό που τον ωνόμασε «Τα χελιδονάκια», για παιδιά αλλοδαπών κυρίως.
Για αρκετά χρόνια εξέδιδε ένα μηνιαίο περιοδικό, την «Χριστιανική μαρτυρία», ενώ παράλληλα συνέγραψε συνολικά 48 πνευματικά βιβλία. Επί πέντε χρόνια εργάστηκε για την συλλογή στοιχείων για το βιβλίο «Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ». (Α’ έκδοση:Χανιά 1967), σε μία εποχή που δεν υπήρχαν γνωστά στοιχεία για τον βίο του Αγίου. Τα περισσότερα βιβλία τα μοίραζε δωρεάν, αλλά και αυτά που πουλούσαν τα πνευματικά του παιδιά στις εισόδους των ναών ήταν πολύ φθηνά, δηλαδή σχεδόν σε τιμή κόστους. Αν υπήρχε μικρό κέρδος το διέθετε για φιλανθρωπίες. Δίπλα από το σπίτι του είχε μία αποθήκη, που την είχε μετατρέψει σε βιβλιοθήκη με ψυχωφέλιμα βιβλία. Έτσι οι επισκέπτες δεν έφευγαν με άδεια χέρια.
Επισκέπτετο τακτικά τους φυλακισμένους και τους μοίραζε διάφορα αναγκαία και τρόφιμα. Κάποτε προκάλεσε την έκπληξη και ίσως σκανδάλισε περαστικούς που τον είδαν να έχη στην πλάτη του ενα τσουβάλι γεμάτο με πακέτα από τσιγάρα. Ο Γέροντας φυσικά δεν κάπνιζε αλλά τα πήγαινε στους κρατουμένους των φυλακών που τα ζήτησαν. Ήθελε να κερδίση την εμπιστοσύνη τους για να τους γνωρίση τον Χριστό. Εκτός από τα υλικά αγαθά, τους κήρυττε τον λόγο του Θεού, τους εξωμολογούσε και έκανε θ. Λειτουργίες στο ναό του σωφρονιστικού καταστήματος για να κοινωνούν. Κάποτε, φημισμένος για την δράση του κρατούμενος έχυσε επάνω του μία κανάτα καυτό νερό αλλά ο Γέροντας το δέχτηκε σιωπηλός.
Πολλές φορές έστελνε χρήματα σε οικογένειες που είχαν ανάγκη, με τρόπο κρυφό και αθόρυβο.
Κάποιος έδωσε στον Γέροντα μία συνδρομή 100 ευρώ για την Ιεραποστολή στην Αφρική. Ο Γέροντας είπε: «Είναι πολλοί που δίνουν χρήματα σε εξωτερική Ιεραποστολή και ο πλησίον τους πεινάει. Να, χαρακτηριστικά στον Αμπελώνα μία, δύο… πέντε οικογένειες πεινάνε.
—Γέροντα, του λέω, ποιές είναι αυτές;
—Άμα ψάξης θα βρεις, του είπε.
Έστειλε γνωστό του μαραγκό να πάρη μέτρα να κάνη επτά κιβώτια ενισχυμένα, για να στείλουν ισάριθμες καμπάνες στην Ζιμπάμπουε στην Αφρική. Στο Οικοτροφείο συγκέντρωνε πολλά κιβώτια με τρόφιμα, όσπρια, ζυμαρικά, ρούχα, τσουβάλια με αλεύρι και άλλα πράγματα τα οποία προωρίζοντο και αυτά για την Ιεραποστολή.
Εφοδίαζε με ιερά σκεύη Εκκλησίες της Βορείου Ηπείρου και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο για την λατρεία.
Διά Χριστόν σαλός
Περιστασιακά έκανε σαλότητες πιθανόν για να αναχαίτιση το κύμα των ανθρώπων που καθημερινά αυξανόταν ή για να περιφρονηθή από τους ανθρώπους και να αποφεύγη τους επαίνους. Απέφευγε με κάθε τρόπο την δημοσιότητα και την προβολή. Εχαίρετο με την περιφρόνηση και τον χλευασμό.
Πέρα από την γενική εξωτερική του εικόνα -αναμαλλιασμένος και με λυμένα τα κορδόνια των παπουτσιών-, η συνηθέστερη σαλότητά του ήταν να υψώνη την παλάμη του ή ένα σπιρτόκουτο ανάμεσα από αυτόν και τον συνομιλητή του κάνοντας πως προσπαθεί να κρύψη το πρόσωπό του.
Απέφευγε να κοιτάζη τους ανθρώπους στο πρόσωπο και ιδιαίτερα γυναίκες. Μπορεί να τις εξωμολογούσε χωρίς, ούτε για μία στιγμή, να τις κοιτάξη. Ίσως για να έχη καθαρότητα νοός, όμως ο κόσμος το εκλάμβανε ως παραξενιά (ιδιοτροπία).
Κάποτε, αν και το απέφευγε, αναγκάστηκε να παρευρεθή σε τράπεζα, που παρέθεσε η Μητροπόλη με άλλους ιερείς και, όπως ήταν ατημέλητος, τράβηξε τα βλέμματα των υπολοίπων. Ύψωσε τότε ενα κουτάλι και άρχισε να καθρεφτίζεται στην πίσω πλευρά του. Έκανε πως δήθεν καλλωπίζεται (διώρθωνε τα μαλλιά… κ.ά.), κάνοντας διάφορους μορφασμούς μιας υποκριτικής κενοδοξίας.
Κάποιος που τον επαινούσε σε τρίτους τον επισκέφτηκε ημέρα Παρασκευή και ο Γέροντας βγήκε να τον υποδεχτή τρώγοντας τυρί. Ενώ σε κάποιον άλλο έβγαλε ενα πακέτο χαρτονομίσματα και έκανε πως τα μετρούσε ξανά και ξανά με προσποιητό ενδιαφέρον.
Κάποτε ζήτησε από τσιγγούνη ιερέα να του πληρώση το εισιτήριο του λεωφορείου για να επιστρέψη στην Λάρισα. Ο ιερέας δυσαρεστημένος αγόρασε και του έδωσε το εισιτήριο. Όταν ξεκίνησε το λεωφορείο, ο Γέροντας του είπε: «Μπά!… καλύτερα να πάω με τα πόδια», και έφυγε πεζός, αφήνοντας πίσω εκνευρισμένο τον ιερέα.
Ως Αρχιμανδρίτης φορούσε έναν πολύ απλό σιδερένιο σταυρό και οι υπόλοιποι ιερείς περιπαικτικά του λέγανε: «Από ποιό σιδηρουργείο τον αγόρασες;».
Με λυμένα τα κορδόνια και με μία τρύπια τσάντα από τα ποντίκια, κατέβαινε στην πόλη και τραβούσε την προσοχή των περαστικών. «Γέροντα, θα σας πέσουν τα κλειδιά και τα πράγματα που έχετε στην τσάντα από τις πολλές τρύπες», του λέγανε, αλλά εκείνος αδιαφορούσε. Τον έβλεπαν να κάθεται στο δάπεδο του οικοτροφείου να συγγράφη και άλλες φορές να ξαπλώνη στο δάπεδο του Ναού για να ξεκουραστή.
Κάποτε ο οδηγός που τον μετέφερε σταμάτησε γιατί χρειάσθηκε να πάρη κάτι από το περίπτερο. Όταν γύρισε, βρήκε τον Γέροντα να έχη ανοιχτή την πόρτα του αυτοκινήτου και τα πόδια του τα είχε απλωμένα στο ταμπλώ του αυτοκινήτου. Ο κόσμος περνούσε από το πεζοδρόμιο και τον έβλεπε με απορία.
Με όλα αυτά κάποιοι δυσφορούσαν -ιδιαίτερα κάποιοι ιερείς που πίστευαν ότι τους “χαλάει” την εικόνα προς τα έξω, στον κόσμο-, ενώ κάποιοι άλλοι τον θεωρούσαν πλανεμένο ή σαλεμένο. Ωστόσο οι περισσότεροι ένιωθαν την καθαρότητα της ψυχής του και τον ευλαβούντο.
Έκρυβε επιμελώς το παρελθόν του, τα καλά του έργα, την άσκησή του και τις αρετές του. Αν έβλεπε πως κάποιος τον ευλαβείτο πολύ και τον διαφήμιζε στους άλλους αδιάκριτα, τον απομάκρυνε από κοντά του.
Ποτέ δεν άφηνε να του φιλούν το χέρι του. Το τραβούσε με τέτοιο τρόπο που δεν προλάβαινες να το ασπαστής. Όταν του ζητούσε κάποιος λαϊκός την ευχή του, ο π. Σεραφείμ, απαντούσε «την δική σου».
Έκανε παρατήρηση σε ένα ιερέα που εξομολογούσε. Εκείνος την δέχθηκε ταπεινά λέγοντας: «Τι περιμένεις, Γέροντα, από έναν ανεπρόκοπο, σαν κι εμένα; Εγώ είμαι ψόφιο σκυλί». Αμέσως ο Γέροντας έπεσε στο έδαφος μέσα στον κουρνιαχτό και ελεγε: «Εγώ είμαι ψόφιο σκυλί» και χτυπιόταν στο χώμα από ταπείνωση.
Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012.
Παραπομπή 1. Από ανώνυμο πρωτεργάτη του Συλλόγου «Ιωάννης ο Χρυσόστομος» που είχε ιδρύσει ο π. Σεραφείμ, εκδόθηκε η βιογραφία του: πατήρ Σεραφείμ Δημόπουλος (1937-2008). Ένας ασκητής μέσα στον σύγχρονο κόσμο, Λάρισα 2011. Είναι πλήρης, πολύ ωραία και δείχνει την πνευματική κατάσταση του βιογραφουμένου. Εδώ αναφέρονται κάποια άγνωστα στοιχεία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου