Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

5122 - Ο ιερομόναχος Κύριλλος Καστανοφύλλης ως Αγιορείτης λόγιος



Προφορική εἰσήγηση τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου στήν Ἡμερίδα μέ θέμα: «1814-2014, Διακόσια χρόνια ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ ἀναμορφωτή ἡγουμένου Κυρίλλου Καστανοφύλλη στό μοναστήρι τοῦ Προυσοῦ», πού διοργανώθηκε στήν Καστανιά τῶν Ἀγράφων, στίς 10 Αὐγούστου 2014. Ἡ εἰσήγηση τοῦ π. Παταπίου ἐστάλη βιντεοσκοπημένη, καθώς ὁ ἴδιος δέν μποροῦσε νά ταξιδέψει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος γιά λόγους ὑγείας.

Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ὁ «πανοσιώτατος» καί «μουσικολογιώτατος» ἱερομόναχος Κύριλλος Καστανοφύλλης, γέννημα μέν τῆς ἁγιοτόκου Εὐρυτανικῆς γῆς, θρέμμα δέ τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους Ἄθω, εἶναι ἡ προσωπικότητα ἐκείνη, τήν ὁποία ἐκλεκτοί συνομιλητές καί ἀκόμη ἐκλεκτότερο κοινό μέ τήν παρουσία του, ἀξιοχρέως ἐγκωμιάζουν κατά τή σημερινή ἡμερίδα.
Ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος ἀναγεννήθηκε μέσω τῆς εἰσόδου του στή μοναχική ζωή στό παλλάδιο αὐτό τῶν Ἀγράφων, τήν περίπυστο καί ἱστορική μονή τοῦ Προυσοῦ, τήν ὁποία στή συνέχεια καί εὐεργέτησε. Ὁλοκληρώθηκε ὅμως ὡς μεγαλόσχημος μοναχός καί καλλιεργήθηκε πνευματικά στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπως ἄλλωστε καί πλειάδα ἁγιασμένων μορφῶν πού ζωογόνησαν τόν γηραιό Ἄθωνα μέ τήν φρεσκάδα τῶν Εὐρυτανικῶν ὀρέων.

Ἡ ἁγιοτρόφος Εὐρυτανία, ἀπό αἰῶνες διατηρεῖ, μέσα ἀπό μία ἀμφίδρομη σχέση, ἱσχυρούς πνευματικούς δεσμούς μέ τό Ἅγιον Ὄρος. Στό ἁγιορειτικό ἁγιολόγιο καί στήν ἐν γένει ἁγιορειτική ἱστορία, καταγράφονται, ἰδίως κατά τόν 18ο καί 19ο αἰώνα, ὁσιακές μορφές Εὐρυτάνων, κυρίως Ἀγραφιωτῶν, πού ἀσκήθηκαν, ἔδρασαν καί μεγαλούργησαν στό εὐωδιαστό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Ἀνάμεσά τους, τήν ἐποχή ἐκείνη, διακρίνονται οἱ ὅσιοι Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης (†1730) ὁ ἐκ Γολίτζης, οἱ ὁσιομάρτυρες Ρωμανός ὁ Καυσοκαλυβίτης ὁ ἐξ Ἀσπροπύργου (†1694), Γεράσιμος ὁ Μεγαλοχωρίτης τῆς σκήτης Ἁγίου  Παντελεήμονος (†1812) καί Κυπριανός ὁ ἐξ Ἀγράφων ὁ Κουτλουμουσιανός  (†1679). Ἀσκήθηκαν ἐπίσης ὁσιακῆς βιοτῆς λόγιες μορφές ὅπως ὁ ἱερομόναχος Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης (†1765), ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ ὁ ἱστοριογράφος (1670-περ.1746), ὁ ἱεροδιάκονος Ἰωσήφ ὁ ἐκ Φουρνᾶ (†περ. 1822-1830), ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος ὁ ἐξ Ἀγράφων (†1805) καθηγητής τῆς Ἀθωνιάδος καί κοινός Πνευματικός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ ἱερομόναχος Σέργιος Μακραῖος διδάσκαλος τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Πατριαρχικῆς Σχολῆς (†1819), ὁ ἱερομόναχος Πελάγιος ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀπό τήν Ἀνδράνοβα (†1788) ἡγούμενος καί ἀνακαινιστής τῆς μονῆς Προυσοῦ. Ὀφείλουμε μάλιστα νά σημειώσουμε ὅτι ὁ παπᾶ Πελάγιος ἀσκήθηκε στήν ἱστορική καί ἁγιοτόκο Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, στήν ὁποία μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀσκεῖται ὁ ὁμιλῶν.
                                                                  * * *
Ἕνας ἀπό τούς κρίκους τῆς χρυσῆς ἁλυσίδας πού συνδέει τούς δύο τόπους μας, τήν Εὐρυτανία καί τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι καί ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος Καστανοφύλλης (1775-1835).
Ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος γεννήθηκε στήν Καστανιά τῶν Ἀγράφων τό ἔτος 1775. Τό 1794 ἐκάρη μικρόσχημος μοναχός στή μονή Προυσοῦ τῆς Εὐρυτανίας, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος καί ἀργότερα πρεσβύτερος. Τό 1796 ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος ὅπου τό 1806 ἔλαβε τό μέγα καί ἀγγελικό σχῆμα. Κατά τήν παραμονή του στό Ἅγιον Ὄρος ἀσκήθηκε ἀρχικά στή μονή Ἁγίου Παντελεήμονος, εἰς τήν ὁποίαν τήν ἐποχή ἐκείνη ἀσκοῦνταν κυρίως ἑλληνικῆς καταγωγῆς μοναχοί. Σύμφωνα μέ τίς πηγές, ὁ Κύριλλος συνέβαλε στήν ἀνοικοδόμηση τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς, ἐξερχόμενος τό 1813 τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί περιερχόμενος τόν ἑλλαδικό χῶρο πρός συλλογή τῶν ἀναγκαίων χρημάτων.
Στή συνέχεια βρίσκουμε τόν ἱερομόναχο Κύριλλο νά ἀσκεῖται σέ ταπεινή καί ἄνευ ναοῦ Καλύβη (ξηροκαλύβη) στήν κουτλουμουσιανή σκήτη Ἁγίου Παντελεήμονος. Στή συνοδεία του ἀργότερα θά προσέλθει καί θά παραμείνει ἐπί τριετία ὁ μετέπειτα νεομάρτυς ἅγιος Γεράσιμος πού καταγόταν ἀπό τό Μεγάλο Χωριό τῆς Εὐρυτανίας.
Τό ἔτος 1814, «δι᾿ αἰτήσεως τῶν πατέρων καί τῶν τιμιωτάτων προεστώτων τοῦ βιλαετίου»  τοῦ Καρπενησίου, σύμφωνα μέ τήν αὐτοβιογραφία του, ὁ Κύριλλος ἐπέστρεψε στόν Προυσό, στή μονή τῆς μετανοίας του. Τό 1815 βρίσκουμε τόν Κύριλλο στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου μετέβη μέ σκοπό νά παραλάβει μετά τήν ἀνακομιδή του τό ἱερό λείψανο τοῦ ὑποτακτικοῦ του ὁσιομάρτυρος Γερασίμου, ὁ ὁποῖος στίς 3 Ἰουλίου τοῦ 1812 εἶχε μαρτυρήσει στή Βασιλεύουσα γιά τήν πίστη του στόν Χριστό. Καταβάλλοντας πολλούς κόπους καί εὑρισκόμενος πολλές φορές σέ κίνδυνο ἐξετέλεσε τήν ἀποστολή του, χάρη στήν ὑψηλή προστασία τοῦ ἡγεμόνα τῆς Οὐγγροβλαχίας Ἀλεξάνδρου Καλλιμάχη, πού γνώριζε τόν Κύριλλο, καθώς ἦταν ὁ νέος κτίτωρ τῆς ἀθωνικῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ἀφιέρωσε μέρος τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσιομάρτυρος Γερασίμου στή μονή Προυσοῦ καί μέρος στή γενέτειρά του Μεγάλο Χωριό.
Στά 1820/1821, ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς Προυσοῦ, καταβάλοντας μεγάλες προσπάθειες ὄχι μόνο γιά εὔρυθμη λειτουργία τῆς μονῆς καί τήν πνευματική ἀνύψωση τῶν μοναχῶν της ἀλλά καί γιά τήν πνευματική κατάρτιση τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς, συντελώντας μάλιστα σέ μεγάλο βαθμό, στήν ἵδρυση σχολείου ἑλληνικῶν γραμμάτων στή Μονή τό 1820. Προκειμένου μάλιστα νά λάβει τήν κύρωση γιά τή λειτουργία τῆς Σχολῆς ἀπό τόν οἰκουμενικό πατριάρχη ἅγιο Γρηγόριο Ε’ ταξίδευσε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1820. Δέν θά πρέπει ὅμως νά δυσκολεύτηκε σ᾿ αὐτή του τήν ἀποστολή καθώς οἱ δύο ἄνδρες γνωρίζονταν ἀπό τήν περίοδο ὅπου ὁ Πατριάρχης ἔζησε ἐξόριστος στό Ἅγιον Ὄρος (1798-1806 καί 1808-1819). Τεκμήρια τῆς φιλίας τους ὅταν καί οἱ δύο ἀσκοῦνταν στόν Ἄθωνα ἀποτελοῦν δύο βιβλία πού ἀνῆκαν στόν Κύριλλο καί φέρουν σημείωση τοῦ ἔτους 1813 ὅτι πρόκειται γιά δῶρα τοῦ Πατριάρχη καθώς καί ἡ ἐπικύρωση ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τοῦ ἔργου Ἱερά Διήγησις περί τῆς εἰκόνας τῆς Προυσιωτίσσης, τοῦ ὁποίου κύριος συντάκτης θεωρεῖται ὁ Κύριλλος.
Στά 1824/1825 ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος ἐπανέρχεται στήν Καλύβη του «εἰς τήν φίλην του ἡσυχίαν τόν Ἄθωνα», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος, ὅπου καί ἔζησε μέχρι τήν κοίμησή του τό ἔτος 1835. Ἀκόμη καί σήμερα, ἡ μνήμη του μεταξύ τῶν πατέρων τῆς Σκήτης Ἁγίου Παντελεήμονος διατηρεῖται ἀγαθή ἀφοῦ διακρίθηκε ἀνάμεσα στούς συνασκητές του γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του. Σήμερα ἡ ξηροκαλύβη ὅπου ἀσκεῖτο ὁ Κύριλλος ὀνομάζεται Καλύβη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Γερασίμου.
Ὁ Κύριλλος, συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν σημαντικότερων λογίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους τῆς ἐποχῆς του. Ἔτσι, μαζί μέ τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τόν μοναχό Χριστοφόρο Προδρομίτη, τόν μοναχό Ὀνούφριο Κουντούρογλου Ἰβηρίτη, τόν διάκονο Βενέδικτο τόν ἐκ τοῦ Ρωσσικοῦ καί τόν ἀρχιμανδρίτη Θεοδώρητο τόν ἐξ Ἰωαννίνων, ἀποτελοῦσαν τήν ἀριστοκρατία τοῦ πνεύματος κατά τούς χρόνους ἐκείνους. Σέ κάποια μάλιστα ἐνθύμησή του σέ κώδικα τῆς μονῆς Προυσοῦ καί πιεζόμενος προφανῶς ἀπό τό ξηρό πνευματικό περιβάλλον τοῦ Προυσοῦ τῶν ἡμερῶν του, γράφει: «ἐξ ἁμαρτιῶν ἔχασα Νικοδήμους, Παϊσίους, Βενεδίκτους, Θεοδωρήτους καί ἄλλους χρησίμους καί ἁγίους ἄνδρας».
Ἡ ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος ἦταν μία πολύ ἐνδιαφέρουσα, ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς ἐποχή, καθώς ἦταν σέ ἐξέλιξη ἡ δεύτερη φάση τοῦ Κολλυβαδικοῦ ζητήματος, τῆς γνωστῆς δηλαδή ἔριδας περί τῶν Μνημοσύνων καί τῆς Συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως.
Σύμφωνα μέ τήν σύντομη αὐτοβιογραφία του ἀλλά καί ἀπό σημείωμά του στόν κώδικα ἀρ. 42 τῆς μονῆς Προυσοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Κύριλλος ἀναφέρει ὅτι ἀπό τά δεκαεννέα ἔτη, κατά τά ὁποῖα παρέμεινε στό Ἅγιον Ὄρος, τά ἑπτά βρισκόταν «ὑπο τήν ὑποταγήν», δηλ. τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «καλλιγραφία χρώμενος», καί ὅτι «καλλιέγραψε» τά περισσότερα ἀπό τά χειρόγραφα τοῦ Ὁσίου «ἰδίαις χερσί». Μάλιστα ὁ ἴδιος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «ἀποβιώσαντος» τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, καί «ἀπορφανισθέντος» «τοιούτου πατρός καί διδασκάλου» ἀνταποκρίθηκε στήν πρόσκληση τῶν προεστώτων «τοῦ βιλαετίου» καί ἀναχώρησε ἀπό τόν Ἄθωνα γιά τή μονή Προυσοῦ.
Εἶναι πάντως χαρακτηριστική ἡ ἀποστροφή τοῦ λόγου τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίλλου ὑπογράφοντας τό παραπάνω σημείωμα ὡς: «Κύριλλος ἱερομόναχος, ὁ ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ τοῦ Πυρσοῦ παροικῶν». Εἶναι φανερό ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ψυχῆς του βρισκόταν στό Ἅγιον Ὄρος ὥστε νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς πάροικο στόν Προυσό. Γράφοντας στόν ἤδη ἀναφερθέντα ἰδιόγραφο κώδικα ἀρ. 42 τῆς μονῆς Προυσοῦ, ἀναπολεῖ τούς πνευματικούς περιπάτους στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, «τά πνευματικά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Ὄρους... τήν γλυκυτάτην ἐκείνην συναναστροφήν τῶν ἁγίων Πατέρων, τάς πνευματικάς ὁμιλίας, τάς ἀναγνώσεις διαφόρων βιβλίων... τάς κατανυκτικάς ἀκολουθίας, τάς συχνάς ἐξομολογήσεις τῶν λογισμῶν, τήν καθαράν κατάνυξιν ἐν τῷ προσεύχεσθαι, τήν μετά φόβου στάσιν ἔμπροσθεν τῶν ἁγίων εἰκόνων, τάς ἡδυτάτας ἀγρυπνίας, τάς ψαλμωδίας, τήν διατήρησιν ἀπό τῶν παθῶν, τήν προσοχήν τῶν ὀφθαλμῶν, τάς σωτηριώδεις γονυκλισίας καί ἄλλας πολλάς ὠφελίμους διατηρήσεις ψυχικάς, ἰδίας τῶν ἀγγέλων, ὁποῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώποις, μιμοῦνται οἱ ἐκεῖσε [στό Ἅγιον Ὄρος δηλαδή] εὑρισκόμενοι πατέρες».
Μεγάλο εὐτύχημα γιά τήν ἐπιστημονική ἔρευνα εἶναι ἡ καταγραφή ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριλλο στόν αὐτόγραφο κώδικα ἀρ. 42 τῆς μονῆς Προυσοῦ, πού ἀποτελεῖ εἶδος κτηματολογίου, τῶν ἔργων πού εἶχε συγγράψει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος διακόνησε τόν ὅσιο Νικόδημο ὡς γραμματέας του, καλλιγράφοντας τά περισσότερα ἀπό τά συγγράμματά του. Καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ Κατάλογος αὐτός τοῦ Κυρίλλου ἐνέχει ἰδαίτερη σπουδαιότητα. Πρόκειται, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριλλος, γιά τόν «Κατάλογο τῶν συγγραμμάτων τοῦ μακαρίου διδασκάλου κυρίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου τοῦ ἐκ τῆς νήσου Ναξίας, ὅστις ἤσκει μέν κατά τά ὅρια τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Παντοκράτορος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπλήρωσε δέ τό κοινόν χρέος κατά τούς ᾳωθ΄ [1809] Ἰουλίου ιδ΄, ἡμέρα δ΄, ἐτῶν ὤν ἑξήκοντα⋅ οὗ τό σῶμα τέθαπται ἕν τινι κελλίῳ τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἐν Καραῖς, ἐξουσιαζομένου ὑπό τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, καί τῶν Σκουρτάδων ἐπιλεγομένου». Πρόκειται δίχως ἄλλο γιά τό Κελλί στό ὁποῖο ἀσκήθηκε ὁ ὁσιακῆς μνήμης ἱερομόναχος Παρθένιος ὁ Σκοῦρτος, ὁ ζωγράφος, πού καταγόταν ἀπό τόν Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων καί τοῦ ὁποίου τόν βίο καί τά ἔργα εἴχαμε τήν εὐλογία νά μελετήσουμε σέ μονογραφία μας, πού -τιμητικά γιά τόν γράφοντα-  ἐξέδωσε πρόσφατα ἡ φιλοπρόοδος Πανευρυτανική Ἕνωση.
Ὁ Κατάλογος αὐτός πού καταρτίσθηκε ἀπό τόν ἱερομόναχο Κύριλλο περιλαμβάνει 17 συγγράμματα, τά ὁποῖα εἶχαν δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητας μέχρι τό ἔτος 1806 καθώς καί 58 ἄλλα «πονήματα» τά ὁποῖα μέχρι τό ἔτος 1815 πού τά καταλογογράφησε ὁ Κύριλλος παρέμεναν ἀνέκδοτα. Καταγραφή τῶν συγγραμμάτων τοῦ ὁσίου Νικοδήμου πραγματοποίησαν καί οἱ δύο βιογράφοι τοῦ Ὁσίου, ἱερομόναχος Εὐθύμιος Σταυρουδᾶς (τό 1813) καί μοναχός Ὀνούφριος Ἰβηρίτης (πρό τοῦ 1819), ἀλλά ὁ κατάλογος τοῦ ἱερομονάχου Κυρίλλου Καστανοφύλλη, παρουσιάζεται πληρέστερος, ἰδίως ὡς πρός τό ὑμνογραφικό ἔργο τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Στό τέλος τοῦ Καταλόγου, πού φέρει χρονολογία 8 Μαρτίου 1815, ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος σημειώνει ἀνάμεσα σέ ἄλλα (σέ δική μας ἀπόδοση στή νεοελληνική):
«Αὐτά εἶναι ὅσα μέ τά ἴδια μου τά μάτια εἶδα καί τά ὁποῖα ἀντέγραψα μέ ἐντολή τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου ἄνδρα. Σώζονται δέ στά χέρια τῶν εὐσεβεστάτων πατέρων ἁγιογράφων Στεφάνου καί Νεοφύτου, τῶν ἐπιλεγομένων Σκουρταίων, τῶν ἐπιτρόπων τοῦ μακαριστοῦ αὐτοῦ ἄνδρα. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι ὁ παναοίδιμος αὐτός διδάσκαλος, πού στά χρόνια μας ὑπῆρξε μέγας στύλος τῆς ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές του, δέν δόθηκε σέ σωματικές ἀπολαύσεις ἀλλά ἔτρεξε ἀμέσως στήν ἡσυχία τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί ἐκεῖ, μέ τή μελέτη καί τήν ἀνάγνωση τῶν θείων γραφῶν, ἔγινε φιλόσοφος πού σέ ἀνεβάζει στά ὕψη καί μέγας θεολόγος. Κι αὐτό εἶναι κάτι πού μπορεῖ μέ βεβαιότητα νά τό συμπεράνει ὁ κάθε ἕνας, μελετώντας καί μόνο τά συγγράμματά του. Τούτου τοῦ μακάριου ἄνδρα τά συγγράμματα παραμένουν κρυμμένα ‘’ὑπό τό μόδιον’’ , ἀφοῦ δέν ἔχουν δεῖ ὅλα τους ἀκόμη τό φῶς τῆς δημοσιότητας καί παραμένουν ἀνέκδοτα. Ὅποιος λοιπόν ἀπό τούς χριστιανούς, εἴτε αὐτός προέρχεται ἀπό τήν τάξη τῶν κληρικῶν, εἴτε ἀνήκει στή χορεία τῶν εὐγενεστάτων ἀρχόντων καί ἄλλων φιλόθεων προσώπων⋅ ὅποιος λοιπόν εἶχε τήν ἀγαθή προαίρεση νά δαπανήσει τά ἀπαραίτητα χρήματα προκειμένου νά ἐκτυπωθεῖ κάποιο ἀπό τά ἀνέκδοτα βιβλία τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, στά ὁποῖα παραπάνω ἀναφέρθηκα, αὐτοῦ  τό ὄνομα  θά μείνει ἀθάνατο καί θά ἐγκωμιάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους γιά πολλούς αἰῶνες... Ἐάν μάλιστα μεριμνώντας γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του μοιράσει τά βιβλία στούς χριστιανούς δωρεάν, τότε καμμία γλῶσσα δέν μπορεῖ νά παραστήσει τούς ἄπειρους μισθούς, τούς ὁποίους μέλλει νά λάβει ἀπό τόν Θεό τήν ἡμέρα ἐκείνη, κατά τήν ὁποία θά δοθοῦν οἱ ἔπαινοι καί τά βραβεῖα σέ ὅσους ἔκαναν παρόμοια θεάρεστα ἔργα...».
Ἀξιοσημείωτο ἐπίσης γιά τήν λογιοσύνη τοῦ ἱερομονάχου Κυρίλλου, τήν ὁποία καλλιέργησε κατά τήν πολυχρόνιο παραμονή του στόν Ἄθωνα,  εἶναι τό γεγονός ὅτι στή Βιβλιοθήκη τῆς μονῆς Προυσοῦ, τήν ὁποία αὐτός ἵδρυσε καί ὀργάνωσε, ἀφιέρωσε ὅλα του τά βιβλία, περί τά 250, τά περισσότερα ἀπό τά ὁποῖα μετέφερε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Σημειώνει, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, ὁ Κύριλλος στήν αὐτόγραφη ἀφιέρωση τῶν βιβλίων του στή Μονή: «Ἐπειδή τοίνυν κἀγώ... γευσάμενος ἄκρῳ δακτύλῳ ἐκ τῆς ψυχωφελοῦς ταύτης δρόσου τῶν θείων Γραφῶν, ἐν ᾧ τάς διατριβάς ἐποιούμην ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος, καί συνείς οἷος ἐντεῦθεν ἀναφύεται καρπός, ἐγκαρδίῳ ἔρωτι πυρούμενος». Ἐκτός ἀπό τήν ὀργάνωση τῶν χειρογράφων καί τῶν ἐντύπων τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς, ὁ Κύριλλος ἐργάσθηκε προσωπικά γιά τήν ἀντιγραφή πολλῶν χειρογράφων τῆς ἴδιας Βιβλιοθήκης μέ σκοπό τή διάσωσή τους, σέ περίπτωση ἀπώλειας τῶν πρωτοτύπων, ἐμπνεόμενος καί σ᾿ αὐτό ἀπό τήν μακραίωνο ἁγιορειτική παράδοση.
  Ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος θά μποροῦσε νά προσμετρηθεῖ στή χορεία τῶν μεγάλων πνευματικῶν μορφῶν πού διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στίς πνευματικές ζυμώσεις τῆς ἐποχῆς του, ὄχι μόνο στήν περιοχή τῶν Ἀγράφων, ἀλλά καί πολύ πέραν αὐτῶν. Καί στήν ἄποψη αὐτή συνηγοροῦν ὄχι μόνο ὅσα ἤδη ἀνέφερε ὁ ὁμιλῶν, καί ὅσα σημαντικά ἀναφέρθηκαν ἤ θά ἀναφερθοῦν ἀπό τούς λοιπούς ἐκλεκτούς εἰσηγητές. Τό ὄχι εὐκαταφρόνητο ὑμνογραφικό ἔργο τοῦ Κυρίλλου, πού ἐμπλουτίζει μέ τόν τρόπο του τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀσφαλῶς ἕνας ἀκόμη ἱκανός λόγος γιά νά ἐκφράσουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας στό φωτισμένο αὐτό πρόσωπο.
Ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος συνδέεται μέ τή σύνθεση καί τή διόρθωση ὑμνογραφικῶν κειμένων τόσο στήν Ἱερά Διήγησι, πού ἀποτελεῖ ὡς γνωστόν τήν πρώτη ἔντυπη συλλογή περί τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας τῆς Θεοτόκου Προυσιωτίσσης ὅσο καί στήν Ἀκολουθία τοῦ ὑποτακτικοῦ του ὁσιομάρτυρος Γερασίμου τοῦ Μεγαλοχωρίτου.
Ἡ Ἱερά Διήγησις, ἀνώνυμο ἔργο τοῦ ἱερομονάχου Κυρίλλου Καστανοφύλλη ὅταν ἐκεῖνος ἀσκεῖτο στό Ἅγιον Ὄρος, πρωτοεκδόθηκε στήν Τεργέστη τό 1815, ὑπό τόν τίτλο: «Ἱερά Διήγησις συλλεχθεῖσα μέν παρά τινος ἀδελφοῦ ἡσυχάζοντος ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει, ἀναθεωρηθεῖσα δέ, ἐπιδιορθωθεῖσα καί ἀξία τύποις ἐκδοθῆναι κριθεῖσα παρά τε τοῦ παναγιωτάτου πρώην οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κυρίου κυρίου Γρηγορίου καί παρ᾿ ἄλλων ἐλλογίμων ἀνδρῶν».
Ὅπως ἄλλωστε ἀναφέρεται καί στόν παραπάνω τίτλο, ἡ συγκρότηση τῆς ἐν λόγω συλλογῆς ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα συνεργασίας τοῦ Κυρίλλου μέ ἄλλα λόγια πρόσωπα. Πρόκειται κυρίως γιά Ἁγιορεῖτες ὑμνογράφους, πού συνέθεσαν τροπάρια ἤ κανόνες γιά τήν Θεοτόκο Προυσιώτισσα. Ἀναφέρονται:
α) ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Κύριλλο «περί τῆς Ἱερᾶς Διηγήσεως», τόν ἐνημερώνει ὅτι σύντομα θά ἔχει ὁλοκληρώσει τό διορθωτικό του ἔργο γιά τό «ἱερόν σύγγραμμα», πού ὁ Κύριλλος τοῦ εἶχε παραγγείλει. Σέ ἄλλη του ἐπιστολή, πού ἐστάλη στίς 25 Ἰουνίου 1821, πρός τόν παπα-Πέτρο οἰκονόμο καί σχολάρχη τῆς Σχολῆς τοῦ Καρπενησίου, ὁ Κύριλλος τόν παρακαλεῖ νά προβεῖ στίς διορθώσεις τῶν λαθῶν πού θά ἐντοπίσει «ἐπειδή καί ὁ ἀοίδιμος διδάσκαλος Νικόδημος, εἰς ὅν εἶχον ὑπόληψιν, ἅπαξ μόνον τήν ἐθεώρησε, καί τότε ἐν ἀσθενείᾳ, διό καί ὁλίγην τινά ἔλαβε παρ᾿ ἐκείνου διόρθωσιν»
 β) ὁ μοναχός Χριστοφόρος Προδρομίτης, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἄρτα καί ὁ ὁποῖος συνέθεσε τά δύο πρῶτα τροπάρια τῆς Λιτῆς τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θεοτόκου Προυσιωτίσσης. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς Προυσοῦ Νικόδημο (Νοέμβριος 1811), ὁ Χριστοφόρος σημειώνει: «Διά τήν ἐπιδιόρθωσιν δέ τῆς Ἱερᾶς Διηγήσεως ὁποῦ διαλέγεταί μοι εἰς τό ἱερόν της Γράμμα, προλαβών ὁ Πανοσιολογιώτατος καί συγκοινοβιάτης ἡμῶν, ἐμοί τε προσφιλέστατος παπᾶ κύρ Κύριλλος, καί εἰς τόν Παναγιώτατον κύριον Γρηγόριον τό ἔδειξε, καί εἰς ἐμέ τόν ταπεινόν τό ἔφερε, ὁ ὁποῖος καί ἐγώ ἀξιώθηκα καί ἐπέθηκα μερικά λιθαράκια εἰς τήν οἰκοδομήν ταύτην τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας».
γ) ὁ ἱερομόναχος Γεράσιμος Ἰωαννούλης, ὁ Ἁγιαννανίτης ὁ ἐκ Ζακύνθου καταγόμενος, πού συνέθεσε τροπάρια τῆς Λιτῆς τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θεοτόκου Προυσιωτίσσης
δ) ὁ ἱεροδιάκονος Βενέδικτος τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος ὁ ἐκ Σύμης καταγόμενος († 1840), μέ τόν ὁποῖον προφανῶς συνδεόταν ὁ Κύριλλος ἀπό τήν ἐποχή πού ὁ τελευταῖος ἀσκεῖτο στή μονή αὐτή. Πρόκειται γιά γνωστό Ἁγιορείτη ὑμνογράφο, ἀπό τούς πρώτους διδάξαντες στό «Ἐκκλησιαστικόν Σχολεῖον», πού ἵδρυσε στόν Πόρο ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας. Ὁ Βενέδικτος συνέθεσε καί αὐτός μέ τή σειρά του τροπάρια τῆς Λιτῆς τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θεοτόκου Προυσιωτίσσης.
Ἐπιπροσθέτως, ὁ ἴδιος ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος ἀναφέρει ὅτι «ἐφρόντισε» τόν Παρακλητικό Κανόνα στήν Προυσιώτισσα. Πιθανώτατα ὁ Κύριλλος, ἔφερε βελτιώσεις ἤ συμπληρώσεις στόν ἤδη ὑπάρχοντα στή μονή Προυσοῦ Παρακλητικό Κανόνα. Τέλος νά ἐπαναλάβουμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριλλος μερίμνησε προκειμένου ὅλος ὁ παραπάνω συγγραφικός ἀμητός τοῦ ἰδίου ἀλλά καί τῶν συνεργατῶν του Ἁγιορειτῶν λογίων νά δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητας (Τεργέστη 1815) καί νά καταστοῦν ἔτσι προσιτά στόν κάθε πιστό τόσο ἡ Ἱερά Διήγηση ὅσο καί ἡ Ἀκολουθία τῆς θαυματουργοῦ αὐτῆς εἰκόνας.
Στά 1814 ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος μελοποίησε Δοξαστικά τῆς Ἀκολουθίας τῆς «Κυρίας Θεοτόκου Προυσιωτίσσης, ἅπερ νεωστί ἐτονίσθησαν εἰς δόξαν αὐτῆς παρά τινος ἐλαχίστου ἱερομονάχου Κυρίλλου Καστανοφύλλη, τοῦ ἐν τῇ αὐτῇ Μονῇ τοῦ Προυσοῦ κοινοβιοῦντος, οἱ δέ εἰδήμονες τῶν μουσῶν διορθώσατε τήν αὐτοῦ ἀμάθειαν». Ἀναφέρονται μάλιστα καί μαθητές του, ὅπως ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος, στούς ὁποίους ὁ Κύριλλος προθύμως προσπάθησε νά μεταδώσει τό χάρισμα τῆς μουσικῆς, χωρίς ὅμως τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ διδάσκαλος σημειώνει στόν παραπάνω κώδικα πώς, «μία λύπη ἀθεράπευτος ἔμεινεν εἰς τήν καρδίαν μου μέ τό νά μήν ἔμεινεν ἐδῶ (ἐννοεῖ τόν Προυσό) κανένας μουσικός καρπός».
Ἕνα ἄλλο γνωστό ὑμνογραφικό ἔργο τοῦ ἱερομονάχου Κυρίλλου, πού ἐπιμελήθηκε μέ τή συνεργασία τοῦ μαθητή του Γεωργίου Ἀναγνώστου Ἰατρίδη, εἶναι ἡ Ἀκολουθία τοῦ ὁσιομάρτυρος Γερασίμου τοῦ Νέου τοῦ Μεγαλοχωρίτου. Ἔργο τοῦ Κυρίλλου εἶναι καί ὁ «Βίος καί Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ὁσιομάρτυρος Γερασίμου τοῦ Νέου, ἐν κοινῇ φράσει». Διασκευή τοῦ ὑπό τοῦ Κυρίλλου Καστανοφύλλη συνταχθέντος Βίου συνέγραψε ὁ Ἁγιορεῖτης μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης († 1869) ὑπό τόν τίτλο: «Ἄθλησις μετ᾿ Ἐγκωμίου τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Γερασίμου τοῦ ἐν τῇ ἱερᾷ ταύτῃ Σκήτῃ ἀσκήσαντος τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος καί ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος, τῷ ᾳωιβ΄ [1812]». Ὁ ἴδιος μοναχός Ἰάκωβος συνέθεσε καί τό ἔργο: «Ἀσματική Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Γερασίμου τοῦ ἐν τῇ ἱερᾷ ταύτῃ Σκήτῃ τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος ἀσκήσαντος καί ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος, ὑποτακτικός γενόμενος τοῦ Πνευματικοῦ παπᾶ Κυρίλλου, τοῦ ὀνομαζομένου Καστανοφύλλη, εἰς τήν Καλύβην ὅπισθεν τοῦ Ἱεροῦ τοῦ Κυριακοῦ, ἐμαρτύρησεν τῷ ᾳωιβ΄ [1812]». Τά δύο αὐτά ἔργα τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου ἐκδόθηκαν πρόσφατα ἀπό τόν αἰδεσιμώτατο π. Κωνσταντῖνο Βαστάκη.
Τόσο ἡ Ἀκολουθία ὅσο καί ὁ Βίος τοῦ ὁσιομάρτυρος Γερασίμου συντέθηκαν τήν περίοδο 1815-1822, ὅταν ὁ Κύριλλος ἦταν ἡγούμενος στή μονή Προυσοῦ. Πρόκειται γιά πανηγυρική Ἀκολουθία, πού περιλαμβάνει Μικρό καί Μεγάλο Ἑσπερινό καί δύο Κανόνες στόν Ὄρθρο: τῆς Θεοτόκου καί τοῦ ἁγίου Γερασίμου. Ὁ Κανόνας τοῦ Ἁγίου πού φέρει ἀκροστιχίδα «Γέρας πρός Χριστοῦ τά στέφη λήψῃ μάρτυς», ψάλλεται σέ ἦχο πλάγιο τοῦ τετάρτου (πλ. δ΄) πρός τό Ὑγράν διοδεύσας καί μέ ἀρχή τοῦ α΄ τροπαρίου τῆς Α΄ Ὠδῆς «Γεραίροντος πόθῳ σου τήν σεπτήν». Ὡστόσο, δέν εἶναι σαφές ποιά τροπάρια συνέθεσε ὁ Κύριλλος καί ποιά ὁ Ἰατρίδης, καθώς σ᾿ αὐτά δέν δηλώνεται τό ὄνομα τοῦ συνθέτη τους. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν Παρακλητικό Κανόνα στόν ἴδιο Ἅγιο πού ἀκολουθεῖ. Μόνο στήν ἀρχή δεκατεσσάρων Μεγαλυναρίων πού συμπληρώνουν τόν Παρακλητικό Κανόνα, προορισμένων νά ψάλλονται «Εἰς τόν ἀσπασμόν  τῶν ἁγίων λειψάνων» τοῦ ἁγίου Γερασίμου, σημειώνεται ἡ ταυτότητα τοῦ ποιητή τους: «Κυρίλλου τοῦ ἐκ Πυρσοῦ».
     Τό ἔτος 1815 ὁ Κύριλλος ἐξέδωσε αὐτοτελῶς καί τούς πολύ ἀγαπητούς στούς μοναχούς ὅλων τῶν ἐποχῶν Πολιτικούς Στίχους, μέ ἀρχή «Ὦ μοναχέ ἀμόναχε, σύντροφε ἐδικέ μου...», τούς ὁποίους ὁ ἤδη ἀναφερθείς μοναχός Χριστοφόρος Προδρομίτης χαρακτήρισε «πολλά καλόν πνευματικόν οἰκοδόμημα». Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι οἱ Στίχοι αὐτοί ἔχουν ἀντιγραφεῖ σέ πολλές δεκάδες ἀθωνικά χειρόγραφα⋅ τεκμήριο τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας πού τό ποιητικό αὐτό κείμενο ἐξέπεμπε. Σώζονται ἐπίσης, ἕτεροι Στίχοι τοῦ ἱερομονάχου Κυρίλλου σέ ποικίλα θέματα, τούς ὁποίους σημείωνε σέ διάφορα βιβλία.
Ὁ ἱερομόναχος Κύριλλος Καστανοφύλλης ὁ ἐκ Καστανιᾶς, ὁ ὁσιακῆς βιοτῆς Ἁγιορείτης αὐτός λόγιος, μέ τήν παραπάνω ὑμνογραφική καί ἁγιολογική του δραστηριότητα συνέχισε τήν ἀδιάκοπη ὑμναγιολογική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καί συνέβαλε στήν πνευματική ἀναγέννηση καί παρηγορία τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῶν Ἀγράφων, ὄχι μόνο μέ τό σημαντικό κτητορικό καί παιδαγωγικό του ἔργο ἀλλά καί τήν πνευματική διδαχή πού προσφέρει στίς διψῶσες καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἡ ὑμνολογία τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του.
Ἡ ψυχή αὐτοῦ ἐν οὐρανοῖς αὐλισθήσεται!  Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου