Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

4764 - Οι διά των αγίων σχέσεις Αγίου Όρους και Πελοποννήσου*



Οι μεταξύ των δύο αγιότεκνων τόπων σχέσεις είναι αρχαίες, μακρές, συνεχείς, θερμές και καρποφόρες. Ασχολούμενοι από ετών με την αθωνική αγιολογία[1] παρουσιάζουμε εδώ συνοπτικά τους βίους των αγίων εκείνων, που γεννήθηκαν στην Πελοπόννησο ή έζησαν κι έδρασαν για μικρά ή μεγαλύτερα διαστήματα στους δύο τόπους. Για τους Πελοποννήσιους και για τους Αγιορείτες[2] αγίους έχουν γραφεί μεμονωμένες ή συγκεντρωτικές αρκετές κατά καιρούς εργασίες. Για τους Πελοποννήσιους Αγιορείτες αγίους είτε εκ καταγωγής είτε για τη δράση τους, νομίζουμε πως για πρώτη φορά γίνεται λόγος. Από την έρευνά μας λοιπόν αυτή παρουσιάζουμε τα παρακάτω ιερά ονόματα κατά χρονολογική σειρά της κοιμήσεώς τους:

Οι αυτάδελφοι Θεσσαλονικείς όσιοι Συμεών και Θεόδωρος (9ος αι.) μετά από σπουδές στη γενέτειρά τους μετέβησαν στο Άγιον Όρος και σύντομα εκάρησαν μοναχοί, χειροτονήθηκαν ιερείς και η φήμη τους απλώθηκε ώστε «ακούονταν και ελαλούνταν και εθαυμάζονταν από όλους»[3], θεωρούνται από τους πρώτους επώνυμους οσίους του Αγίου Όρους, «βοηθούν στη διοργάνωση της μοναστικής πολιτείας, πιθανόν είναι κτίτορες του πρώτου ναού του Πρωτάτου, συνδέονται με τις σπουδαιότερες προσωπικότητες που ζουν στον Άθω τον θ΄ αιώνα»[4]. Μετά από προσκύνημά τους στα Ιεροσόλυμα επιστρέφουν στον ιερό Άθωνα, όπου γίνονται δεκτοί με χαρά από τους Αγιορείτες. Αποφασίζουν να εργασθούν ιεραποστολικά σε όλο τον σημερινό ελληνικό χώρο, παράλληλα προς τους άλλους δύο Θεσσαλονικείς αυταδέλφους οσίους Κύριλλο και Μεθόδιο, που κινούνται προς βορρά, «συμμετέχοντας στο ιεραποστολικό πρόγραμμα του πατριάρχη Φωτίου»[5].
Διέρχονται λοιπόν τη Μακεδονία, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και καταλήγουν στην Πελοπόννησο. Μετά την εύρεση της θαυματουργικής εικόνας της Θεοτόκου μετά της οσίας Ευφροσύνης έθεσαν τις πρώτες βάσεις της μεγάλης και λαμπρής μονής του Μεγάλου Σπηλαίου. Έχοντας αυτή κέντρο περιόδευσαν όλη την Πελοπόννησο και όπως αναφέρει το «Κτιτορικόν» την Κορινθία, Αργολίδα, Λακωνία, Αχαΐα, Ηλεία και Αρκαδία «ικανόν καιρόν προς διόρθωσιν των ψυχών και πολλά έπασχον από τους τοπάρχας και μεγιστάνας, οπού τότε ήσαν βυθισμένοι εις την ασέβειαν»[6]. Βρισκόμαστε στα τέλη της εικονομαχίας αλλά και «πολλά λείψανα της εθνικής θρησκείας απέμειναν και κατά την ακόλουθον περίοδον, τόσον ώστε ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε να περιέρχεται την χώραν, ίνα στερεώση την χριστιανικήν θρησκείαν ήδη κατά τον Ι΄ αιώνα»[7]. Σε μεγάλη ηλικία ανεπαύθησαν από τους κόπους τους στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου οι δύο Αγιορείτες ιεραπόστολοι της Πελοποννήσου.



Ο αγιορειτικός οργανωμένος μοναχισμός ταυτίζεται με την αρχή του ασκητισμού στην Πελοπόννησο. Πριν «δεν έχει να παρουσιάσει έντονη μοναχική και ασκητική δραστηριότητα»[8]. Τον ίδιο αιώνα με τους παραπάνω δύο αυταδέλφους διέρχεται από την Πελοπόννησο, άγνωστο το που και πόσο, ο όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου της Μ. Ασίας († 909/912) περίφημος ασκητής της μονής Στουδίου, του Άθωνος και της Ρώμης[9].





Ο όσιος Σάββας ο Βατοπεδινός (1280-1349) ο διά Χριστόν σαλός γεννήθηκε και αυτός στη Θεσσαλονίκη. Νέος αγάπησε την άσκηση και ήλθε στο εργαστήρι της αρετής και της αγιότητος, τον Άθωνα, προς εντρύφηση της αγιοτρόφου παραδόσεώς του. Μεταβαίνει στα Ιεροσόλυμα, το Σινά, την Κύπρο, την Κρήτη, την Κωνσταντινούπολη και την Πελοπόννησο. Στην Πελοπόννησο, κατά τον βιογράφο του άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο, τον Αγιορείτη και Οικουμενικό Πατριάρχη, παρέμεινε στην αρχή περίπου επί διετία. Στην περιβόητη Πελοπόννησο, λέγει ο βιογράφος του, έμενε όπως συνήθιζε σ΄ έρημους τόπους, επισκεπτόταν όμως τις πόλεις και τα μοναστήρια της «για να δει όσα ήσαν από αιώνες ξακουστά στον τόπο αυτό»[10].
Κατόπιν επισκέπτεται την Αθήνα κι επιστρέφει στην Πάτρα, όπου παραμένει σχεδόν άλλη μία διετία, εξερευνώντας τους εκεί ησυχαστικούς τόπους. Μεταβαίνει στη Μακεδονία, Θράκη και το Άγιον Όρος, στη μονή Βατοπεδίου. Τέλος καταλήγει στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο μεγάλος αυτός ασκητής και ιεραπόστολος, αποφεύγοντας τη δόξα και την τιμή και προσποιούμενος για ταπείνωση μωρία αναπαύεται εν Κυρίω στη μονή της Χώρας.


Σύγχρονος του οσίου Σάββα είναι ο όσιος Νείλος ο Εριχιώτης († 1355/6) γόνος αρχόντων της Κωνσταντινουπόλεως. Ο 14ος αιώνας είναι ο χρυσός αιώνας του Αγίου Όρους με τη γνωστή ησυχαστική κίνηση και την παρουσία μεγάλων μορφών. Ως λάτρης της ησυχίας αναχωρεί για το Άγιον Όρος, όπου φιλοξενείται επί μία δεκαετία στην ησυχία του. Επισκέπτεται και αυτός τα Ιεροσόλυμα, το Σινά, νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους. Την Πελοπόννησο αναφέρει ο βίος του ότι την επισκέφθηκε, αλλά δεν γνωρίζουμε το πότε, το πόσο, το γιατί και που πήγε[11]. Κατέληξε στην Ήπειρο, όπου εκεί επανίδρυσε τη μονή Γηρομερίου. Εκεί εκοιμήθη και ανεπαύθη[12].



 Ο όσιος Λεόντιος ο Μονεμβασιώτης (αρχές 15ου αι.) γεννήθηκε στη Μονεμβασία πριν το 1341. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια κι έλαβε εξαιρετική μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη. Ενδύεται το μοναχικό ένδυμα και μεταβαίνει στο Άγιον Όρος, για να μιμηθεί και άλλων εναρέτων τα έργα και τα κατορθώματα. Για την αρετή του σύντομα τιμήθηκε ιδιαίτερα[13]. Κατόπιν γίνεται κτίτορας της μονής των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο όρος Κλοκός του Αιγίου[14]. Η μονή θα παίξει σημαντικό ρόλο τα κατοπινά έτη στην ιστορία του τόπου.
Η χήρα μητέρα του οσίου, κατά την παράδοση, «θα περιβληθεί το μοναχικό σχήμα και θα εγκαταβιώσει στην απέναντι όχθη του ποταμού Σελινούντα, στη μονή της “Ελπίδος των Απελπισμένων”, γνωστής ως Πεπελενίτσης»[15]. Ο όσιος Λεόντιος για τη μεγάλη οσιότητά του έγινε γνωστός στους δεσπότες της Πελοποννήσου αδελφούς Θωμά και Δημήτριο τους Παλαιολόγους, που μετά την κοίμησή του βοήθησαν για την ανοικοδόμηση της μονής του. Το τίμιο λείψανό του ετάφη στο σπήλαιο των αγωνισμάτων του. Εκεί σώζεται μέχρι σήμερα ο τάφος και η κάρα του στην πλησιόχωρη νέα μονή[16].

Ο άγιος Νήφων († 1508) υπήρξε γόνος ευγενούς οικογενείας της Πελοποννήσου. Διδασκάλους του είχε τον ιερομόναχο Ιωσήφ και τον μοναχό Αντώνιο στην Επίδαυρο, που τον έκειρε μοναχό. Εργόχειρό του είχε την καλλιγραφία. Μετά τον θάνατο του Γέροντός του γνωρίσθηκε με τον σοφό Αγιορείτη Γέροντα Ζαχαρία κι αφού περιόδευσαν διαφόρους τόπους προς στηριγμό των χριστιανών εγκαταστάθηκαν στην Αχρίδα. Μετά την επισκοποίηση του Ζαχαρία, ο Νήφων πήγε στο Άγιον Όρος και κατέληξε στη μονή Διονυσίου, όπου χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Η αρετή του τον ανέβασε στον μητροπολιτικό θρόνο της θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως τρεις φορές. Κλήθηκε στη Ρουμανία, της οποίας θεωρείται νέος φωτιστής. Ανεπαύθη στη μονή Διονυσίου, όπου σώζεται ο τάφος και μέρος των τιμίων λειψάνων του[17].

Ο όσιος Γεράσιμος ο Νέος († 1579) γεννήθηκε το 1509 στα Τρίκαλα της Κορινθίας και ήταν βλαστός του επιφανούς γένους των Νοταράδων. Νέος περιηγήθηκε πολλούς τόπους όπως τη Ζάκυνθο, Θεσσαλία, Θράκη, Κωνσταντινούπολη και Χαλκηδόνα και κατέληξε στο Άγιον Όρος αναζητώντας την αρετή. Στο Άγιον Όρος αναφέρεται ότι παρέμεινε στην Παντοκρατορινή περιοχή της Καψάλας και στη σκήτη της Αγίας Άννης. Στη συνέχεια πήγε προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα, το Σινά και σε άλλες μονές της Ανατολής. Επισκέφθηκε την Κρήτη, τη Ζάκυνθο και τέλος εγκαταστάθηκε στην Κεφαλλονιά, όπου έκτισε μονή μοναζουσών και κατέστη πολιούχος του νησιού[18].




Ο όσιος Λεόντιος ο Μυροβλύτης († 1605) γεννήθηκε στο ωραίο Ναύπλιο το 1520. Αρκετά νέος, το 1537, μετέβη στην αθωνική μονή του Διονυσίου, χωρίς ποτέ να εξέλθει από αυτή. Αγωνίσθηκε επί 68 συνεχή έτη στον αγώνα τον καλό και κατέστη χαρισματούχος. Μετά την οσιακή κοίμησή του το λείψανό του μυρόβλησε. Είναι άγνωστος ο βιογράφος του, ο οποίος τον βίο έγραψε λίγο μετά την κοίμηση του οσίου. Σώζεται στο υπ΄ αρ. 677 χειρόγραφο της βιβλιοθήκης της μονής Διονυσίου και πρόκειται για μετάφραση του πρωτότυπου βίου στα τέλη του 18ου αιώνος[19].




Ένας ακόμη μυροβλύτης, Πελοποννήσιος, Αγιορείτης και όσιος διαλάμπει τον 17ο αιώνα. Πρόκειται για τον Νείλο τον Νέο († 1651). Γεννήθηκε στην κωμόπολη Άγιος Πέτρος της Κυνουρίας από ευσεβείς γονείς περί το 1601. Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον ιερομόναχο θείο του Μακάριο, μαζί με τον οποίο μόνασε στην πλησιόχωρη της πατρίδος του μονή Παναγίας της Μαλεβής, γνωστής μέχρι σήμερα ως γυναικείας κοινοβιακής. Εκεί χειροτονήθηκε και ιερεύς από τον οικείο επίσκοπο[20]. Ο πόθος μεγαλυτέρας ησυχίας και ασκήσεως τον έφερε στην έρημο του Αγίου Όρους, όπου σε σπήλαια ασκήθηκε υπεράνθρωπα και μετά την κοίμησή του χαριτώθηκε με τη μυροβλυσία του[21].




Ο οσιομάρτυς Ηλίας ο Αρδούνης († 1686) κατά τον γλαφυρό άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «ήτον από μίαν χώραν του Μωρέως καλουμένην Καλαμάταν, μπαρμπέρης την τέχνην, και με το να ήτον φρόνιμος, και έμπειρος εις τα πολιτικά, είχον εις αυτόν όλοι οι προεστώτες της χώρας υπόληψιν, και πάντοτε τον εσυναναστρέφοντο, παίρνοντες την συμβουλήν του· και μίαν φοράν διηγούμενοι διαφόρους υποθέσεις, ανέφερον και διά τα δεινά και βαρύτατα χρέη, και άλλα μύρια βάσανα οπού εδοκίμαζον του τότε καιρού της πρώτης αιχμαλωσίας του Μωρέως οι Χριστιανοί»[22]. Στην προσπάθειά του να υποστηρίξει τους κακοπαθούντες από τη δουλεία χριστιανούς παρασύρθηκε κι αρνήθηκε τον Χριστό. Μετανοημένος κατόπιν ειλικρινά πήγε στο Άγιον Όρος, αναμυρώθηκε, εκάρη μοναχός και μετά από οκταετείς αγώνες επέστρεψε στην πατρίδα του, ομολόγησε τον Χριστό και είχε μαρτυρικό τέλος. Η κάρα του φυλάγεται στη μονή Βουλκάνου. Ακολουθίες προς τιμή του συντέθηκαν από τον ιεροκήρυκα Νεόφυτο Γεωργιάδη και τον μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη[23].

Συντοπίτης του οσιομάρτυρος Ηλία ήταν ο ιεροδιδάσκαλος όσιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης († 1745). Κατά τον μέγα διδάσκαλο Νικόδημο τον Αγιορείτη «εγεννήθη κατά το 1686 έτος από Χριστού, εις ένα χωρίον της Καλαμάτας, μιας πολιτείας του Μωρέως, από γονείς ευσεβείς και πλουσίους». Όταν «έφθασε τους επτά χρόνους, τον έβαλαν οι γονείς του εις τα μαθήματα, και εις ολίγον καιρόν, έμαθεν όλα τα εγκύκλια εκκλησιαστικά μαθήματα, με θαύμα και έκπληξιν των βλεπόντων, εις τρόπον, ότι ανεγίνωσκεν κάθε βιβλίον Ελληνικόν, οπού εις τας χείρας του ελάμβανε».
Έτσι λοιπόν, «εκεί εις την Καλαμάταν ώντας ακόμη νέος, έμαθεν ικανώς την Ελληνικήν και Λατινικήν διάλεκτον»[24]. Παραμονές του γάμου του ανεπαύθησαν οι γονείς του κι αναχώρησε για το Άγιον Όρος. Μόνασε στη μονή Ιβήρων και χειροτονήθηκε ιερεύς. Συνέχισε τις σπουδές του στο Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη και τη Βενετία. Μετέφρασε στην απλή γλώσσα ασκητικά βιβλία, ώστε οι θησαυροί της Εκκλησίας να γίνουν κτήμα των πολλών. Αντέκρουσε τις αιρετικές δοξασίες του Μεθόδιου Ανθρακίτη. Δίδαξε στο σχολείο, κήρυξε κι εξομολογούσε στην εκκλησία της Σκοπέλου επί δωδεκαετία. Αναπαύθηκε στη νήσο Γιούρα των Β. Σποράδων.
Θεωρείται από τους διαπρεπέστερους λογίους μοναχούς της μονής Ιβήρων, διδάσκαλος του Γένους, πρόδρομος του διαφωτιστικού έργου του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ο οποίος συνέδραμε για την κατάταξή του στο αγιολόγιο της Εκκλησίας. Βίος και Ακολουθία του εκδόθηκαν από τον συντοπίτη του συναξαριογράφο Κ. Δουκάκη, ο οποίος έκτισε στην παραλία της Καλαμάτας ναό προς τιμήν του[25]. Η κάρα του σώζεται στη μονή Ιβήρων.
Ο ιερομάρτυς Αγιορείτης Κοσμάς ο Αιτωλός († 1779) κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία του (1763-1773) αναφέρεται να κήρυξε στη ΒΔ Πελοπόννησο[26]. Το έργο του εθναποστόλου Κοσμά επιτέλεσε κι ένας άλλος λιγότερο γνωστός Αγιορείτης. Ο όσιος Άνθιμος ο Κουρούκλης († 1782) γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά το 1727. Μοναχός εκάρη στο νησί του και κατόπιν πήγε στο Άγιον Όρος. Δεν είναι γνωστό που ασκήτεψε και πόσο. Παρά την τύφλωσή του περιόδευσε ιεραποστολικά πολλά νησιά όπως τη Χίο, τη Σίφνο, την Πάρο, τη Νάξο, την Ίο, το Καστελλόριζο, την Αστυπάλαια, την Κρήτη, τα Κύθηρα και την Κεφαλλονιά. Επίσης παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα και στην Πελοπόννησο. Σαν άλλος άγιος Κοσμάς Αιτωλός έκτιζε μονές, εκκλησίες και σχολεία, δίδασκε τον λαό και θαυματουργούσε. Η επίσημη πατριαρχική πράξη της αγιοκατατάξεώς του έγινε στις 30.7.1974[27].



Ο όσιος Μακάριος ο Νοταράς († 1805) γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1731. Νωρίς αγαπήθηκε από τους συμπατριώτες του και τοποθετήθηκε μητροπολίτης τους το 1765. Η δράση του υπήρξε υποδειγματική, φωτισμένη και ανακαινιστική. Διοργάνωσε και αναμόρφωσε τον κλήρο και την παιδεία της επαρχίας του. Καθήρεσε τους ιερείς που ασχολούνταν με εξωεκκλησιαστικά πράγματα και απομάκρυνε τους αγράμματους και πολύ ηλικιωμένους ιερείς. Δεν χειροτονούσε όσους δεν είχαν την κανονική ηλικία, τη μόρφωση και τη γνώση της εκκλησιαστικής τάξεως και ευσεβείας. Επίσης διοργάνωσε πολλά σχολεία. Αναγκάσθηκε κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1768) να εγκαταλείψει το ποίμνιό του και ν΄ αναχωρήσει για τη Ζάκυνθο.
Από εκεί επισκέφθηκε και παρέμεινε στην Κεφαλλονιά, Ύδρα, Χίο και τέλος το Άγιον Όρος. Άδικα δεν του επέτρεψαν να επανέλθει στον θρόνο του. Οι έριδες που συνάντησε στο Άγιο Όρος τον απομάκρυναν από αυτό και τον πήγαν στη Χίο, Πάτμο, Ύδρα, Κόρινθο και Σμύρνη. Τέλος εγκαταστάθηκε στη Χίο, όπου και ανεπαύθη από τους πολλούς του κόπους για την Εκκλησία και το Γένος. Υπήρξε ασκητικός λειτουργός, φωτισμένος ιεράρχης, εμπνευσμένος συγγραφεύς, καλός επιστολογράφος, φίλος και πνευματικός πατέρας αγίων ανδρών. Αναδείχθηκε ηγετική μορφή του γνήσια αναγεννητικού κινήματος των Κολλυβάδων μετά των συνεκδήμων του οσίων Νικοδήμου του Αγιορείτου και Αθανασίου του Παρίου[28].

Οσιομάρτυς Ευθύμιος (†1814)
Ο οσιομάρτυς Ευθύμιος († 1814) γεννήθηκε στη Δημητσάνα. Σπούδασε στη σχολή της πατρίδος του. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Πατριαρχική Ακαδημία Κωνσταντινουπόλεως. Εργάσθηκε στη Ρουμανία και παρασυρμένος αρνήθηκε τον Χριστό. Μετανοημένος πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί συμβουλεύθηκε τον συντοπίτη του εξόριστο Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ και κατέληξε στη σκήτη των Ιβήρων. Με αγώνες πολλούς ετοιμάσθηκε για το μαρτύριο. Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη μόλις είκοσι ετών. Μέρος των τιμίων λειψάνων του φυλάγονται στο Άγιον Όρος. Οι συμπατριώτες του έκτισαν κοινό ναό με τον ιερομάρτυρα Γρηγόριο Ε΄ στη Δημητσάνα[29].






Ο οσιομάρτυς Παύλος († 1818) γεννήθηκε στο Σοπωτό της επαρχίας Καλαβρύτων. Το επάγγελμά του ήταν σανδαλοποιός. Οι ιδιοκτήτες του εργαστηρίου του ζητούσαν μεγαλύτερο της συμφωνίας ενοίκιο και τον έκλεισαν στη φυλακή. Αργότερα, διασκεδάζοντας με φίλους του, στα περίχωρα της Τριπόλεως, αρνήθηκε την πίστη του, δίχως σοβαρή αιτία. Μετανοημένος πήγε στο Άγιον Όρος και κατέληξε στη σκήτη της Αγίας Άννης, όπου προετοιμάσθηκε από έμπειρο πνευματικό για το μαρτύριο. Μαρτύρησε στην Τρίπολη δι΄ αποκεφαλισμού, αφού πέρασε από το Ναύπλιο και το Άργος. Το μαρτύριό του ενίσχυσε το φρόνημα των υποδούλων χριστιανών. Η κάρα του φυλάγεται στην ιερά μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών. Προς τιμή του ενδόξου οσιομάρτυρος ανηγέρθη ναός στην Τρίπολη. Τον βίο του έγραψε ο Ζακύνθιος ιερομόναχος Ιάκωβος Βερτσάγιας από την αγιορείτικη μονή Αγίου Παντελεήμονος και την ακολουθία του συνέθεσε ο μοναχός Χριστόφορος ο Λήμνιος[30]. Ναός του υπάρχει και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου σώζεται και το σπίτι του.

Ο ιερομάρτυς Γρηγόριος ο Ε΄ († 1821) γεννήθηκε στη ρασοτρόφο Δημητσάνα το 1745 από φτωχούς γονείς, τον Ιωάννη Αγγελόπουλο και την Ασημίνα Παναγιωτοπούλου. Μορφώθηκε καλά στην ιδιαίτερη πατρίδα του με δασκάλους τον θείο και ανάδοχό του ιερομόναχο Μελέτιο και τον ιερομόναχο Αθανάσιο Ρουσόπουλο. Κατόπιν σπούδασε στην Αθήνα, τη Σμύρνη και την Πάτμο. Μοναχός εκάρη στη μονή των Στροφάδων και κληρικός χειροτονήθηκε στη Σμύρνη το 1785. Το 1797 ανήλθε στον Οικουμενικό θρόνο. Και στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη ανέπτυξε πλούσια ποιμαντική δράση. Αυτοεξόριστος παρέμεινε πολλά έτη στο Άγιον Όρος με βάση τη μονή Ιβήρων. Ενώ μπορούσε ν΄ αποφύγει το μαρτύριο το υπόμεινε, γιατί γνώριζε κι έλεγε πώς ο θάνατός του θα ωφελήσει τον λαό περισσότερο από τη ζωή του. Απαγχονίσθηκε στη μεσαία πύλη του Πατριαρχείου την ημέρα του Πάσχα στις 10.4.1821[31].

Τέλος, ο πρόσφατα αναγνωρισθείς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο άγιος Ιωακείμ ο Παπουλάκης (1786-1868) ο Βατοπεδινός, και Ιθακήσιος στην περίοδο 1821-1827, κατά τον πρώτο βιογράφο του Π. Ραυτόπουλο, παρέμεινε στην Πελοπόννησο και φυγάδευε γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους από τα παράλια της Ηλείας στα Επτάνησα με το καΐκι του ιερέως Ιωάννη Μακρή από την Κεφαλλονιά. Αναφέρεται επίσης ότι κήρυττε κι έκτιζε ναούς[32].

Στους παραπάνω βίους είναι γεγονός πως δεν έχουμε πλούσια στοιχεία γενικώς για τη ζωή των αγίων στην Πελοπόννησο. Οι σχέσεις πάντως των μονών του Αγίου Όρους μετά των της Πελοποννήσου είναι στενές μέχρι σήμερα. Πολλοί Πελοποννήσιοι μόνασαν και μονάζουν στον Άθωνα και σήμερα. Στην αφιλόδοξη αυτή εισήγησή μας αρκεσθήκαμε μόνο στις διά των αγίων σχέσεις των δύο μοναστηριοστόλιστων τόπων. Στην ιστορική μονή που φιλοξενούμεθα ιερά παράδοση αναφέρει πως δύο μαθητές-μοναχοί του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου (10ος αι.) αναχώρησαν της Μεγίστης Λαύρας και ο ένας ίδρυσε τη Λαύρα του Κιέβου και ο άλλος, ο Ευγένιος, την Αγία Λαύρα της Πελοποννήσου[33]. Τούτο μόνο ένα παράδειγμα.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι διά των αγίων σχέσεις μεταξύ των δύο αγιοτρόφων τόπων Αγίου Όρους και Πελοποννήσου υπάρχουν διά των εξής γνωστών ιερών μορφών χρονολογικά: Οι αυτάδελφοι Συμεών και Θεόδωρος, Βλάσιος εξ Αμορίου, Σάββας ο Βατοπεδινός, Νείλος ο Εριχιώτης, Λεόντιος ο Μονεμβασιώτης, Νήφων ο Διονυσιάτης, Γεράσιμος ο Νέος Ασκητής, Λεόντιος ο Μυροβλύτης, Νείλος ο Μυροβλύτης, Ηλίας ο Αρδούνης, Ιερόθεος ο Ιβηρίτης, Κοσμάς ο Αιτωλός, Άνθιμος ο Κουρούκλης, Μακάριος Κορίνθου ο Νοταράς, οι οσιομάρτυρες Ευθύμιος και Παύλος, ο ιερομάρτυς Γρηγόριος ο Ε΄ και ο Ιωακείμ Παπουλάκης.

* Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε στις 4.7.1998 στην αίθουσα του Καλλιμανοπούλειου Εκκλησιαστικού Διακονικού Κέντρου Καλαβρύτων κατά τη Β΄ Πρωινή Συνεδρία στο Επιστημονικό Συμπόσιο (3-5.7.1998) από την Ιερά Μονή Αγίας Λαύρας με γενικό θέμα: «Ο μοναχισμός εις την Πελοπόννησον και η Αγία Λαύρα».

1. Ετοιμάζουμε προς έκδοση το έργο Οι Άγιοι του Άγιου Όρους με πλούσιο, ανέκδοτο, ιστορικό και φωτογραφικό υλικό, εκτενή εισαγωγή, πίνακες και βιβλιογραφία.
2. Νικόδημου Αγιορείτου, Ασματική Ακολουθία των Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων Ημών των εν τω Αγιωνύμω Όρει του Άθω Διαλαμψάντων, Άγιον Όρος 19866.
3. Σύναξις κανόνων τινών εγκωμιαστικών της υπεραγίας Θεοτόκου, της εν τω Μεγάλω Σπηλαίω του εν Πελοποννήσω όρους του καλουμένου Χελμού, και των οσίων πατέρων Συμεών και Θεοδώρου, των κτητόρων, και αρχηγών της εν τω Σπηλαίω παλαιάς μονής…, Βενετία 1706, σ. 3.
4. Αναγνωστάκη Ηλία – Ιουστίνου ιερομ.., Οι Θεσσαλονικείς άγιοι Συμεών και Θεόδωρος πρώτοι κατοικήτορες του Άθω και «της Πανελλάδος πολιούχοι», Άγιον Όρος 1985, σ. 12.
5.  Όπ.π.
6.  Όπ.π., σ.103.
7.  Γριτσόπουλου Α.Τ., «Πελοπόννησος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 10, στ. 264.
8. Λαμπροπούλου Άννα, Ο ασκητισμός στην Πελοπόννησο κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, Αθήνα 1994, σ. 14.
9. Delehaye Η., «De S. Blasio Amoriensi Monacho Constantinopoli, Acta Sanctorum Nov. IV, Bruxellis 1925, σσ. 657-669.
10. Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος αγίου Σάββα του Βατοπεδινού του και σαλού διά Χριστόν, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 157.
11. Λαγγή Ματθαίου αρχιμ., Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 19744, τ. Η΄, σ. 271.
12.  Ιερά Μονή Γηρομερίου, Αθήνα 1993, σ. 28.
13. Νέον Λειμωνάριον, «Βίος και Πολιτεία του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Λεοντίου του εν τη Αχαΐα. Όστις εκοιμήθη κατά το αυν΄ 1450 (;) έτος από Χριστού Δεκεμβρίου ια΄ 11. Μεταφρασθείς εις το απλούν υπό Νικηφόρου ιερομονάχου του Χίου», Αθήναι 1873, σσ. 457-460.
14. Παπαγεωργίου Θ.Γ., Ταξιαρχών Μονή εν Αιγιαλεία, Θ.Η.Ε., τ. 11, στ. 676-678. Λαμπροπούλου Ι.Α. – Μουτζάλη Γ.Α., «Ο μεσοβυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου Αιγιαλείας. Συμβολή στην ιστορία της μονής Ταξιαρχών», Ανάτυπο από τα Σύμμεικτα 11, Ε.Ι.Ε. Ι.Β.Ε., Αθήνα 1997, σσ. 323-361. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη Ε., «Μια άγνωστη χειρόγραφη ιστορία της μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας», Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ. Γ΄, Αθήναι 1981-82, σσ. 65-86. Πολίτη Λίνου, Η μονή Ταξιαρχών Αιγίου, Αθήναι 1940.
15.  Κοκκίνη Σπύρου, Τα Μοναστήρια της Ελλάδος, Αθήνα 1976, σ. 105.
16. Πανίτσα Π. – Παπαθεοδώρου Π., Ο Όσιος Λεόντιος και η μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας, Αθήνα 1979, σ. 25. Υμνολόγιον του Οσίου Πατρός ημών Λεοντίου, Αίγιον 19674
17. Ακολουθία Αγίου Νήφωνος Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως…, Άγιον Όρος 1983. Ο Άγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Άγιον Όρος 1986.
18. Γκέλη Κωνσταντίνου πρωτοπρ., Ο Άγιος Γεράσιμος Κεφαλληνίας των Ορθοδόξων Προστάτης, Αθήναι 19772.
19. Ζαχαριάδου Α. Ελισάβετ, Όσιος Λεόντιος ο Νέος Διονυσιάτης, Χάρις Κωνσταντίνω Βουρβέρη, Αθήναι 1964, σσ. 360-372.
20.  Λαγγή Ματθαίου αρχιμ., όπ.π., τ. 5, σ. 179.
21. Βίος και Ακολουθία του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Νείλου του Μυροβλύτου και Θαυματουργού, Αθήναι 1974.
22.  Νικόδημου Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Αθήναι 19613 , σ. 105.
23.  Ακολουθία του Αγίου Ενδόξου Οσιομάρτυρος Ηλία του Αρδούνη, ψαλλομένη τη Κυριακή των Μυροφόρων, εκδιδομένη υπό του μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, Αθήναι 1956.
24.  Νικοδήμου Αγιορείτου, Νέον Εκλόγιον, Αθήναι 19743, σ. 352.
25.  Δουκάκη Κ., Μέγας Συναξαριστής – Τοπάζιον, Αθήναι 1894, σ. 160.
26. Καντιώτου Ν. Αυγουστίνου μητροπ., Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 199619, σ. 77β. Κώνστα Σ.Κ., Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 1973, σ. 117. Τριανταφύλλου Ν.Κ., Ιστορικόν Λεξικόν Πατρών, Πάτραι 19953, σ. 197.
27. Γκέλη Κωνσταντίνου πρωτοπρ. – Κόμη Πολυκάρπου αρχιμ., Οσίου Ανθίμου του Κεφαλλήνος Βίος και Ακολουθία, Αθήναι 1975.
28. Σκουτέρη Β.Κ., Μακάριος Νοταράς, ο μητροπολίτης Κορίνθου και το αναμορφωτικόν του έργον, Αθήναι 1957.
29.  Ακολουθίαι και Μαρτύρια των αγίων νέων Οσιομαρτύρων Ευθυμίου, Ιγνατίου και Ακακίου. Συγγραφέντα υπό Ονουφρίου του Ιβηρίτου και εκδοθέντα υπό Ακακίου μοναχού Προδρομίτου κατά το 1862…, Παιανία Αττικής 1949.
30. Ακολουθία του Αγίου ενδόξου οσιομάρτυρος Παύλου του Νέου του εν Τριπόλει της Πελοποννήσου μαρτυρήσαντος, συντεθείσα παρά Χριστοφόρου ελαχίστου μοναχού και προσκυνητού του Λημνίου, Αθήναι 19373. Μαξίμου Ιβηρίτου μοναχού, Ο Άγιος Νέος οσιομάρτυς Παύλος και τα περί της αγιοτόκου Αροανίας ή Σοπωτού Καλαβρύτων ιστορικά, Θεσσαλονίκη 1998.
31. Μαξίμου Ιβηρίτου μοναχού, Ο Εθνοϊερομάρτυς Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ και το Άγιον Όρος, Άγιον Όρος 1988.
32. Ραυτόπουλου Πάνου, Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Ιωακείμ του Ιθακησίου, Ιθάκη 1902. Ιωσήφ μοναχού, Ο Παπουλάκης Άγιος Ιωακείμ ο Βατοπαιδινός, Άγιον Όρος 19982. Κανέλλου Κ., «Ο Όσιος Ιωακείμ Ιθακήσιος», Εκκλησιαστική Αλήθεια 452, σ. 15.
33. Ευαγγελάτου Γ. Χρήστου, Αγία Λαύρα, Αθήναι 197115 , σ. 18. Λάππα Κώστα, Αγία Λαύρα Καλαβρύτων, Αθήναι 1975, σ. 3.


Σχετικά:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου