Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

4698 - Στο Λαυριώτικο Κοιμητήρι



… Βάδισα πέρα δώθε τον χώρο της ταφής, επεσήμανα τους ισοπεδωμένους των προηγηθέντων τάφους· σε σκόνι ασφαλώς θα είχαν μεταβληθή τα λείψανα εντός των· διέκρινα τους χωματοσωρούς των προσφάτως τεθαμμένων και διάβασα προσφιλών συμμοναστών μου ονόματα, γραμμένα κατά την συνήθεια στους προς κεφαλήν μπηγμένους απλούς ξύλινους Σταυρούς των· όσα δηλαδή η πολυκαιρία και οι χειμωνιάτικες συνθήκες δεν τα είχαν απαλείψει ακόμη…
Αφ’ εαυτών των ήλθαν να με συντροφεύσουν σε τούτον τον τόπο του αγίου μου Χρυσοστόμου τα χρύσεα λόγια: «Άπιθι προς την σορόν, θέασαι την κόνιν, την τέφραν, τους σκώληκας, του τόπου το ειδεχθές, θέασαι και στέναξον πικρόν. Και είθε μέχρι της τέφρας η ζημία ήν· νυν δε από της σορού και των σκωλήκων τούτων μετάγαγε τον λογισμόν επί τον ατελεύτητον εκείνον σκώληκα, επί το πυρ το άσβεστον, επί τον βρυγμόν των οδόντων, επί το σκότος το εξώτερον, επί την θλίψιν και την στενοχωρίαν.
Ελθέ και επί την παραβολήν την του Λαζάρου και του πλουσίου, ος τοσούτων χρημάτων κύριος ων, και πορφύραν ενδιδυσκόμενος, ουδέ σταγόνος ύδατος εγένετο κύριος». (Ι. Χρυσοστόμου, Προς Θεόδωρον εκπεσόντα, ΕΠΕ 28, σελ. 78).
Κοντοστάθηκα για να κατασταλάξω σε συμπερασμό αν ήταν προνόμιό μου, που στεκόμουν ενσάρκως όρθιος και όχι με οριζοντιωμένα και τα δικά μου κατάλοιπα ανάμεσά τους ή ευεργετική παράτασις ελέους από Θεού Κριτού, αναμένοντος του βίου μου την διόρθωσι και της μετανοίας μου τους εξιλεωτικούς καρπούς.
Ύστερα, απ’ την μπροστινή ημιϋπόγεια καγκελόφρακτη είσοδο, βρήκα τον τρόπο να τρυπώσω και βρεθώ, στον κάτω ακριβώς απ’ τον ναό σταυροθολιοστέγαστρο χώρο, όπου «φυλάσσεται» η σωρεία των οστών όλων των «προαπελθόντων» Λαυριωτών…
Πυραμίδα άτακτη, αυτοσύνθετη· θημωνιά ακουμπισμένη σε όλη την επιφάνεια του δυτικού τοίχου, από μηριαία, κνημικά, πλεύρια, κερκίδες, ωλένες· και τα άλλα· τα καημένα, τα μικρότερα· σπόνδυλοι, φαλαγγικά χεριών και ποδιών, παραγέμισμα των ενδιάμεσων κενών, για να στηρίζουν την πρωτότυπη οστεομάζα και να την κάνουν κατά το δυνατόν συμπαγή και στεκούμενη. Και η κορυφή της μόλις σπιθαμή κάτω απ’ την «κλαβανή», απ’ όπου ανοίγοντάς την από πάνω ο κοιμητηριάρης μοναχός, «αδειάζει», και θα αδειάζη, το κασσελάκι, που τόχε γεμίσει με τα κόκκαλα του τελευταίου αδελφού που ξέθαψε με τις συγχωρετικές του εφημερίου ευχές, για να το έχει έτοιμο για τον … επιλαχόντα.
Αρκετές κάρες τοποθετημένες σε σειρά. Μερικές και με το όνομα γραμμένο στο μέτωπο. Απόδειξις μερίμνης και αγάπης συμμοναστού ή και υποτακτικού για ιδιαιτερότητα και εύκολο εντοπισμό του προσφιλούς του αποιχομένου· αλλά για πόσο καιρό;…
φωτ. 1918
Άλλες όμως ανάκατα, ριγμένες κι αυτές στο μεγάλο σωρό ή κατρακυλισμένες στο δάπεδο το χωματένιο, λες και με τούτη τους την προσγείωσι επεδίωξαν να φυτευθούν στη γη και να γίνουν με το χώμα της ένα· για να θυμίσουν το «έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν λαβών από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». (Γεν. 2, 7), αλλά και για να τεκμηριώσουν το «έως του αποστρέψαι σε εις την γην εξ ης ελήφθης, ότι γη ει και εις γην απελεύση».
Θάπρεπε όμως τούτο τουλάχιστο το κατάλοιπο του προσώπου του τετελευτηκότος, που διασώζει ακόμα κάποια θεότευκτη τάξι, κάποια ιχνική αρμονία και… προσανατολισμό, και που κάποτε, ενδεδυμένο με την σάρκα και την λίγη ή πολλή ωραιότητα και το κάλλος της, που ζούσε και εκινείτο με συγκεκριμένο όνομα και επώνυμο, που ήταν σεβαστή προσωπικότης και ομοία της δεν υπήρχε σε όλη την πλάσι, να τύχαινε λαλλιτέρας μεταχειρίσεως και τοποθετήσεως μέσα σ’ αυτόν τον υγρό, ολιγοφεγγή και άκρως ανοικτίρμονα χώρο.
φωτ. 2011
Είναι φρικτό να το βλέπεις χωμένο κατακούτελα για ακόμη μια φορά στο χώμα. Και είναι ανυπόφορο να σε «βλέπει» κάποιο άλλο, απαράδεκτα υπό γωνίαν και οιονεί διαμαρτυρόμενο· και ακόμα πιο τραγικό και σπαραξικάρδιο να σε «βλέπει» κάποιο άλλο από πάρα πέρα, εκ των κάτω προς τα άνω, με την… «οροφή» του μισοχωμένη στο χώμα και το τρήμα χάσκον και οιονεί μαστίζον νοερώς την σκληρότητα, την ψυχρότητα, την αναλγησία και την αδιαφορία σου…
Υπάρχουν και κιβωτίδια πλήρη, στοιχειώδους φροντίδος και επιμελείας. Θα ήταν προκατόχων της γενεάς μας. Και άλλα όμως πεπαλαιωμένα, αποσεσαθρωμένα και κενά. Εξετέλεσαν κάποτε την… αποστολή τους, αθροίστηκε το περιεχόμενό τους στην θημωνιά και τώρα αργοσήπτονται κι αυτά στην άκρη.
Στης θημωνιάς τη βάσι ασφαλώς θα χώνεψαν τα κόκκαλα των πατέρων της πρώτης «γενιάς» και κουράς του ιδρυτού της μοναστικής αδελφότητος αγίου Αθανασίου· και ποιος ξέρει πόσες ακόμη!
Από κάτω, της γης το χώμα, θα βυζαίνη, θα βυζαίνη, το προς τα κάτω συμπιεζόμενο βαρύ στρώμα των οστών, κι ολοένα θα το χωνεύη, θα το χωνεύη και θα το ομοιοποιεί. Από πάνω και στην κορυφή τους θα προστεθούν και τα της συγχρόνου γενιάς μας και τα προσωπικά ενός εκάστου μας, όταν θάρχεται η ώρα μας, και θα προστίθενται και τα των επομένων έως της συντελείας των αιώνων, και θα μένη σταθερός της θημωνιάς ο όγκος, για να διατηρήται η συμμετρία της με του κοιμητηριού τις διαστάσεις και του ταβανιού το ύψος…
Πρέπει να πέρασε κάμποση ώρα καθώς παρατηρούσα σύννους και επαληθεύων τα θρήνων άξια κατάλοιπα της μυριοπροσώπου φάλαγγος και χορείας των κεκοιμημένων πατέρων και αδελφών της Ιεράς Μάνδρας του περικλεούς αγίου Αθανασίου. Έμεινα ανάμεσά τους επί αρκετή ώρα και αισθάνθηκα τόσο κοντά και μαζί τους!... Θα ήταν οδύνη δυσβάστακτη αν δεν τους αισθανόμουν ζώντας και υπάρχοντας όλους· και φρίκη αποτρόπαιη, αν στο τέρμα του μέλλοντος δεν πίστευα πως ταύτα τα κόκκαλα δεν θα ανωρθώνονταν σε ασυγκρίτως τελειότερες και θειότερες –απ’ όσο πρώτα- και αγγελοειδείς υπάρξεις {«ως άγγελοι Θεού» (Ματθ.22,30)}.

Με το που μπήκα στην κέλλα μου αναζήτησα τις –βάσει του κώδικος «Κουβαρά» και άλλων αρχειακών τεκμηρίων- εξακριβώσεις και απαριθμήσεις των Λαυριωτών πατέρων σε σχετική έρευνα του Γέροντος ΔιακοΓερμανού, από θεμελιώσεως της Μονής απ’ τον όσιο ιδρυτή της (961) και μέχρι των ημερών του (1929):
1)   Πατριάρχαι 36
2)   Αρχιερείς 144
3)   Ηγούμενοι 164
4)   Ιερομόναχοι 2.939
5)   Διάκονοι 42
6)   Μοναχοί 12.379
7)   Εις μετόχια 170
8)   …….
και κατέληξα στο σύνολο των εξακριβωμένως ενταφιασθέντων στο υπερχιλιόχρονο τούτο Κοιμητήρι, που το ανεβάζει στις 15.692!... (Βλ. και Αθανασίου Λαυριώτου, Προσκυνητάριον και οδηγός Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας, Αθήναι 1936, σελ. 44).

Από το βιβλίο Θεομητορικά και Εξόδια στον Άθωνα του Επισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου

Πηγή φωτογραφιών: http://athosweblog.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου