Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

2156 - Ὁμιλία ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη στήν Κύπρο μέ θέμα τήν «Ἑλληνορθόδοξη παράδοση»



Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, εκφωνηθείσα στην Λευκωσία την 3η Μαϊου 1985, κατόπιν προσκλήσεως του Παγκυπρίου συλλόγου «Οι φίλοι του Αγίου Όρους».


Αρχιμανδρίτης Γεώργιος
Ηγούμενος
Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου
Αγίου Όρους
Αισθάνομαι μεγάλη χαρά, γιατί είμαι απόψε μαζί σας. Έρχομαι εδώ σαν προσκυνητής, αλλά και για να εκφράσω σεβασμό και τιμή προς την εκκλησία της Κύπρου και προς όλους όσους διά μέσου των αιώνων διετήρησαν με τους αγώνες τους την Κύπρο ελληνική και ορθόδοξο. Αιωνία η μνήμη των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, των νέων παιδιών που ήσαν γεμάτα από τον Χριστό, την Ορθοδοξία και την Ελλάδα.
Γι’ αυτό σήμερα είμαι εδώ προσκυνητής και του δικού των αγώνος και της δικής των θυσίας και όλων εκείνων που μαζί τους αγωνίσθηκαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία, ελληνικότητα και ορθοδοξία της Κύπρου. Άρα λοιπόν, μη θεωρείτε ότι είσθε οφειλέται απέναντί μου.
Εγώ εκφράζω μία οφειλή απέναντί σας και απέναντι όλων των προγόνων μας και προγόνων σας Κυπρίων, που κράτησαν, όπως είπαμε, ορθόδοξο και ελληνική την Κύπρο, από την εποχή των αγίων Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα μέχρι σήμερα.
Πριν προχωρήσω στο θέμα μου, πρέπει να εκφράσω και εγώ τις ευχαριστίες μου προς τον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου κ. Χρυσόστομο, ο οποίος με αγάπη έδωσε την ευλογία του για να είμαι εν μέσω υμών, όπως και τον σύλλογο « Οι φίλοι του Αγίου Όρους », που είναι εκλεκτοί αδελφοί και με τους οποίους συνδέομαι από πολλά χρόνια. Η καλή τους πρόθεσις και οι ωραίοι σκοποί που έχουν τάξει στον σύλλογό τους είναι κάτι το οποίο με ευχαριστεί και με συγκινεί.
Όπως γνωρίζετε, ο ελληνικός λαός της Κύπρου ήταν πάντοτε ένας λαός φιλόθρησκος, ακόμη κι από την εποχή της ειδωλολατρίας. Μάλιστα εδώ, κοντά στους άλλους θεούς που λάτρευαν πριν γνωρίσουν τον αληθινό Θεό, οι Έλληνες της Κύπρου τιμούσαν ιδιαίτερα την Αφροδίτη. Άραγε λατρεύοντας την Αφροδίτη, λάτρευαν μόνο την σαρκική ομορφιά; Νομίζω ότι πέρα από την σαρκική ομορφιά οι άνθρωποι διψούσαν για την πνευματική ομορφιά. Διψούσαν για το ουράνιο κάλλος, αλλά δεν το είχαν γνωρίσει και έμεναν στο σαρκικό και φθαρτό κάλλος. Πίσω όμως από αυτό υπήρχε η νοσταλγία του ουρανίου κάλλους.
Με την έλευσι του Χριστού στον κόσμο αποκαλύφθηκε το ουράνιο κάλλος. Αποκαλύφθηκε ότι υπάρχει ένα, κατά τους αγίους Πατέρες, «υπέρκαλλον κάλλος», μία ομορφιά πνευματική, η οποία είναι υπεράνω κάθε ομορφιάς. Υπάρχει ένα φως υπέρτατον, πάνω από κάθε φως. Και αυτό είναι ο Θεός. Και όταν κανείς γνωρίσει τον Θεό, γνωρίζει πραγματικά την αληθινή ομορφιά, το μόνο αληθινό κάλλος. Αυτό το κάλλος φανερώθηκε στην Παναγία μας ιδιαίτερα. Και γι’ αυτό το νησί της Αφροδίτης έγινε νησί της Παναγίας.
Παντού η Παναγία παρούσα στην Κύπρο μας.Τα περισσότερα μοναστήρια της Κύπρου είναι αφιερωμένα, όπως είδα, στην Παναγία. Και οι Άγιοι της Κύπρου, και αυτοί γεμάτοι απ’ αυτό το ουράνιο κάλλος, γεμάτοι από αυτό το ουράνιο φως, το φως του Χριστού. Έτσι η Κύπρος έγινε η νήσος της πνευματικής ομορφιάς, του ουρανίου κάλλους. Νήσος του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων. Οι κάτοικοι της Κύπρου, που στον Χριστό, στην Παναγία, στους Αγίους και στην Εκκλησία βρήκαν αυτό που νοσταλγούσαν, μετά το βάπτισμά τους δεν είναι μόνο Έλληνες, αλλά είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι Έλληνες.
Ο Ορθόδοξος Χριστιανός Κύπριος εδημιούργησε τον Ορθόδοξο Έλληνικό Κυπριακό Χριστιανικό πολιτισμό. Ο Έλληνας άνθρωπος μπήκε μέσα στην Εκκλησία κι έγινε Χριστιανός Έλληνας άνθρωπος. Και απ’ αυτήν την μεταμόρφωσι του Έλληνα ανθρώπου μέσα στην Εκκλησία βγήκε και ο Ελληνορθόδοξος Χριστιανικός μας πολιτισμός, που εδώ στην Κύπρο έχει επί πλέον και τον κυπριακό του χαρακτήρα.
Αυτόν τον πολιτισμό εκφράζουν τα ορθόδοξα κυπριακά ήθη κι έθιμα, η τέχνη, η κοινοτική και κοινωνική ζωή, η εθνική ζωή, ο γάμος, η οικογένεια. Όλα αυτά μπήκαν μέσα στην Εκκλησία κι ευλογήθηκαν.
Εμείς σήμερα έχουμε το προνόμιο να είμαστε οι κληρονόμοι μιας τέτοιας μεγάλης κληρονομιάς, όπως είναι ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός μας, η ελληνορθόδοξη παράδοσίς μας. Θα ήθελα σήμερα στην ομιλία μου αυτήν να αναφέρω μερικά στοιχεία χαρακτηριστικά αυτής της ελληνορθοδόξου παραδόσεώς μας
Α. Εκκλησιαστικότης
Ένα βασικό στοιχείο αυτής της ελληνορθοδόξου πνευματικής κληρονομιάς που εκληρονομήσαμε είναι η εκκλησιαστικότης . Ο ορθόδοξος λαός μας ήθελε όλη η ζωή του να περνά μέσα στην Εκκλησία. Η γέννησις, τα παιδικά χρόνια, ο γάμος, η παιδεία, η εργασία, η κοινωνική και η εθνική ζωή, τα πάντα να είναι εκκλησιαστικά. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας με τα μυστήρια και τις ευχές της αγιάζει ολόκληρη την ζωή του ανθρώπου.
Τίποτα δεν μένει –εκτός της αμαρτίας-, που να μη μπορή να μπει μέσα στην Εκκλησία, για να αγιασθή. Θυμάμαι μία φορά, που μου ήρθε ένα κυβερνητικό περιοδικό από τη Κύπρο. Έγραφε πως γινόταν ο γάμος στην Κύπρο. Εκεί έδειχνε ότι η παρουσία της Εκκλησίας σε ένα γάμο δεν περιοριζόταν μόνο την ώρα της ιεροτελεστίας.
Άρχιζε από μερικές ημέρες πριν, που ετοιμαζόταν το νέο σπίτι για τους μελλονύμφους και συνεχιζόταν μετά το γάμο. Ο παπάς ερχόταν στο σπίτι και ευλογούσε τη νέα οικογένεια. Έβλεπε κανείς ότι υπήρχε μια πραγματική συμμετοχή της Εκκλησίας και στην προετοιμασία του γάμου και μετά τον γάμο, με την έναρξι της νέας οικογένειας και του νέου σπιτιού. Ήθελε ο λαός μας, η Παράδοσις του λαού μας, όλα να είναι μέσα στην Εκκλησία.
Όχι γιατί η Εκκλησία θέλει να κατακτήση τον κόσμο¨ δεν υπάρχει τέτοιο πνεύμα στην Ορθοδοξία.
Η Εκκλησία θέλει να προσλάβη και να μεταμορφώση τον κόσμο. Είναι αυτό μια θεολογική συνέπεια της αληθείας που πιστεύουμε στην Εκκλησία μας, ότι ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος, ο Λόγος του Θεού, έγινε τέλειος άνθρωπος και προσέλαβε ολόκληρη την ανθρωπίνη φύσι, ώστε όλη την ανθρωπίνη φύσι να θεώση και να αγιάση. Εάν κάτι ανθρώπινο έμενε απρόσληπτο από τον Θεό Λόγο, θα έμενε και αθεράπευτο: «Το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον». Όλα προσελήφθησαν τα του ανθρώπου, πλην της αμαρτίας. Η αμαρτία δεν ανήκει στη φύσι του ανθρώπου, είναι παρά φύσιν κατάστασις.                       
Όλα λοιπόν τα του ανθρώπου προσελήφθησαν, για να μεταμορφωθούν, να φωτισθούν και να θεωθή ο άνθρωπος. Γι’ αυτό η Εκκλησία επέμενε τόσο πολύ κατά των αιρετικών, οι οποίοι κατά καιρούς εδίδασκαν ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε πλήρη την ανθρωπίνη φύσι. Η Εκκλησία επέμενε με Οικουμενικές Συνόδους, ότι ο Χριστός προσέλαβε πλήρη την ανθρώπινη φύσι και επομένως προσλαμβάνει και πλήρως τον άνθρωπο κάθε εποχής.
Όπως είπαμε, όχι για να τον κατακτήση αλλά για να τον ελευθερώση, να τον μεταμορφώση, να τον αγιάση, να τον φωτίση, να τον χαριτώση.
Γι’ αυτό η Εκκλησία θέλει να προσλαμβάνη όλη την ζωή. Θέλει να προσλαμβάνη το γάμο, την παιδεία, την εθνική ζωή. Για μας τους Ορθόδοξους δε νοείται γάμος εκτός της Εκκλησίας. Ούτε νοείται παιδεία εκτός της Εκκλησίας.
Ούτε νοείτε εθνική ζωή εκτός της Εκκλησίας. Διότι, εάν αυτά μείνουν εκτός της Εκκλησίας, μένουν έξω από το φως του Χριστού. «Εν χώρα και σκιά θανάτου».
Και όσα καλά στοιχεία και αν έχουν, είναι άρρωστα, σημαδεμένα με τη φθορά και το θάνατο. Τελικά ούτε αναπαύουν ούτε ολοκληρώνουν τον άνθρωπο. Μόνο ο Χριστός ενίκησε τον θάνατο και μόνο όπου μπει ο Χριστός τα φωτίζει όλα με το φως της Αναστάσεώς του, ξεπερνιέται ο θάνατος, η ματαιότης, η φθορά, που είναι καθολικός νόμος της ζωής μας, όπως το βλέπουμε κάθε μέρα και στην βιολογική μας ύπαρξι.
Μέσα λοιπόν στην Εκκλησία οι Ορθόδοξοι  πρόγονοί μας ήθελαν να περνά όλη τους η ζωή, ώστε όλη τους η ζωή να γίνεται λειτουργία, ευχαριστία. Για μας τους Ορθόδοξους η Λειτουργία δεν τελειώνει με τις δύο ώρες που θα πάμε την Κυριακή στην Εκκλησία.
Όλη μας η ζωή γίνεται Λειτουργία. Αν πηγαίνουμε δύο ώρες την Κυριακή στην Θ. Λειτουργία και στις εορτές, πηγαίνουμε ώστε από εκεί να πάρουμε το πνεύμα της Θ. Λειτουργίας, και όλη μας η ζωή να γίνη Λειτουργία, προσφορά στον Θεό, αναφορά στον Θεό, ευχαριστία προς τον Θεό. Όλη μας η ζωή να συμμορφωθή προς το θυσιαστικό ήθος του Χριστού.
Διότι μέσα στην Θ. Λειτουργία κυρίως φανερώνεται ότι το ήθος του Χριστού είναι το θυσιαστικό. Ζούμε τη θυσία Του για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Και επειδή είναι θυσία η Θ. Λειτουργία, ο Χριστιανός φεύγει από την Εκκλησία μετά τη Θ. Λειτουργία φωτισμένος, χαριτωμένος, ώστε όλα να τα ζή λειτουργικά, ευχαριστιακά, θυσιαστικά. Να προσφέρεται στον Θεό και στον συνάνθρωπό του. Να αγωνίζεται κατά των παθών του, του εγωισμού του, της φιλαυτίας του. Μέσα στην Θ. Λειτουργία προσφέρουμε εν Χριστώ τα πάντα στο Θεό: «Τα σα εκ των σών, σοί προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα ».
Όταν λέμε « τα σα εκ των σών, σοί προσφέρομεν », εννοούμε πραγματικά τα πάντα. Δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε τίποτα από τη ζωή μας που να μη το προσφέρουμε στον Θεό. Διότι τότε σημαίνει ότι προσφέρουμε στον Θεό με όρους και κάποιο τμήμα ή κάποιον τομέα της ζωής μας. Αλλ΄ ο Θεός δεν θέλει ένα μέρος της ζωής μας. Θέλει όλη τη ζωή μας. Θέλει την οικογενειακή μας ζωή, την παιδεία μας, την τέχνη μας, την ιστορία μας, τα πάντα.
Γιατί θέλει τα πάντα; Για να τα φωτίση όλα, να τα χαριτώση όλα, να τα σφραγίση όλα με τη σφραγίδα της Αναστάσεώς Του. Να τα βγάλη απ’ τη φθορά και το θάνατο. Ο Ίδιος, άλλωστε, δεν μας δίνει ένα μέρος του εαυτού Του. Μας δίνει ολόκληρο τον εαυτό Του: « Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το Σώμα μου…πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο γάρ εστί το Αίμα μου». Δεν μας δίνει μόνο την διδασκαλία Του ή μόνο το ηθικό Του παράδειγμα. Μας δίνει τον εαυτό Του όλο, την ζωή Του όλη. Το σώμα Του και το Αίμα Του.
Μέσα στη Θ. Λειτουργία και στην ευχαριστιακή ζωή της Εκκλησίας μαθαίνουμε να δεχόμαστε όλα τα πράγματα και όλα τα πρόσωπα ως δώρα του Θεού και όχι ως ιδιοκτησία μας. Μαθαίνουμε να τα εκτιμούμε σωστά. Όταν βλέπω στο κάθε υλικό πράγμα ένα δώρο του Θεού προς εμένα, αλλιώς θα το εκτιμήσω και αλλοιώς θα το χρησιμοποιήσω.
Και όταν στον κάθε άνθρωπο, τον γνωστό ή τον άγνωστο, βλέπω τον στενό συγγενή μου, τον φίλο, την εικόνα του Θεού, το δώρο του Θεού σ΄εμένα, αλλοιώς θα σταθώ απέναντί του. Και αλλοιώς θα ευχαριστήσω τον Θεό για τα πράγματα και τα πρόσωπα. Και αλλοιώς θα προσφέρθω εγώ και στον Θεό και στα άλλα ανθρώπινα πρόσωπα.
Θα αισθανθώ κι εγώ την ανάγκη να προσφέρω τον εαυτό μου σ’ αυτούς σαν δώρο. Αν π.χ. ο σύζυγος βλέπη την σύζυγό του σαν δώρο του Θεού προς αυτόν, παρά τις αδυναμίες που μπορεί να έχη η σύζυγος, ή το αντίθετο, θα αισθανθή και αυτός την ανάγκη να προσφερθή στην σύντροφο της ζωής του ως δώρο.
Και όλη η ζωή να γίνεται με αυτό το πνεύμα και το πρίσμα: ότι είμαστε όλοι δώρα του Θεού ο ένας για τον άλλο. Και ότι πρέπει να ζούμε όλοι μεταξύ μας ανταλλάσσοντες ως δώρο ο ένας για τον άλλο την αγάπη μας. Μέσα στην Εκκλησία μας δίνεται αυτή η χάρις: η σχέσι μας με τον Θεό και η σχέσι μας με τους ανθρώπους να είναι μια ανταλλαγή δώρων.
Κατά την Θ. Λειτουργία προσφέρουμε στο Θεό τον άρτο και τον οίνο. Το πρόσφορο, που κατά την ευλογημένη παράδοσι του λαού μας που προσφέρουμε, έχει μεγάλη θεολογική σημασία. Συνοψίζει, περιλαμβάνει όλη μας την ζωή. Δεν προσφέρουμε μόνο σιτάρι, ούτε μόνο αλεύρι. Προσφέρουμε ψωμί. Το σιτάρι έγινε αλεύρι και το αλεύρι γίνεται ψωμί. Μπαίνει ο κόπος μας, η ζωή μας μέσα. Δεν προσφέρουμε σταφύλι, προσφέρουμε κρασί.
Μπαίνει όλη μας η ζωή στο ψωμί και στο κρασί. Προσφέρουμε δηλαδή τον εαυτό μας στον Θεό. Προσφέρουμε ό,τι είμαστε και ό,τι ζούμε, και παρακαλούμε τον Θεό να τα δεχθή και να μας δώση και Αυτός το δικό Του δώρο. Και πάλι αυτά που προσφέρουμε στον Θεό δεν είναι δικά μας. Από τα δικά Του δώρα είναι. Τι έχουμε δικό μας να Του προσφέρουμε; Παίρνουμε από τα δικά Του και Του τα προσφέρουμε.
Γι’ αυτό λέμε «τα σα εκ των σών». Και ο Θεός  ως καλός πατέρας, δέχεται το δώρο μας και μας δίνει την δική Του ζωή. Εμείς του δίνουμε άρτο και οίνο και Εκείνος μας δίνει Σώμα και Αίμα Χριστού. Αυτή είναι η ανταλλαγή δώρων, που γίνεται στην Θ. Λειτουργία. Και σε κάθε μυστήριο και πράξι της Εκκλησίας αυτό γίνεται. Προσφέρουμε στον Θεό αυτό το φτωχό που έχουμε εμείς από τα δικά Του δώρα, και Εκείνος μας προσφέρει αυτό το πλούσιο που έχει, την δική Του Χάρι. Ώστε να λάβουμε την Χάρι του Χριστού, να μην είμαστε οι θνητοί, οι φθαρτοί και πεπερασμένοι άνθρωποι, αλλά να γίνουμε οι άνθρωποι που μέσα μας ζή ο Θεός, μέτοχοι αιωνίου ζωής.
Γι’ αυτό η Εκκλησία μας και ο λαός μας ήθελε όλα να περνάνε μέσα στην Εκκλησία. Ήθελε όλα να εκκλησιάζωνται, όλα να λειτουργούνται, για να γίνουν όλα ευχαριστία προς τον Θεό. Και να ζούμε όλοι έτσι, ανταλλάσσοντες δώρα μεταξύ μας και με τον Θεό.
Όλη μας η ζωή να γίνη, όπως είπαμε, μια ανταλλαγή δώρων, δηλαδή έκφρασις αγάπης. Πλήρωμα αγάπης και προσφοράς. Έτσι, ζώντας ο ορθόδοξος λαός μας εκκλησιαστικά, λειτουργικά, ευχαριστιακά, ζούσε Θεοκεντρικά. Δεν έβαζε εγωιστικά ο κάθε άνθρωπος κέντρο τον εαυτό του.
Αλλά κέντρο είχε τον Θεό. Ανεγνώριζε τον Θεό ως πηγή όλων των δώρων. Τα δεχόταν όλα ως δώρα του Θεού και ευχαριστούσε τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος δεν τοποθετηθή έτσι στην ζωή του, τότε βάζει κέντρο τον εαυτό του. Φτιάχνει μια ψεύτικη εικόνα του κόσμου, όπου αυταπατάται ότι αυτός είναι ο Θεός.
Ξεχνάει πως ό,τι έχει είναι του Θεού και ότι ο Θεός είναι το κέντρο του κόσμου. Νομίζει ότι αυτός είναι το κέντρο του κόσμου, ότι όλοι αυτόν πρέπει να υπηρετούν και σ’ αυτόν να δουλεύουν. Τους ανθρώπους παύει να τους βλέπη ως δώρα του Θεού. Τους βλέπει ως αντικείμενα ή ως σκεύη ηδονής.
Δεν μπορεί να έχη την ορθή σχέσι ούτε με τους ανθρώπους ούτε με τα πράγματα.
Δεν μπορεί πια να χρησιμοποιήση τον κόσμο βασιλικά, δηλαδή με αρχοντιά. Ούτε ιερατικά και προφητικά. 
Ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό βασιλεύς, ιερεύς και προφήτης μέσα στην δημιουργία. Ο άνθρωπος μετά την πτώση έχασε τη δυνατότητα να λειτουργή σαν βασιλεύς, ιερεύς και προφήτης. Ο Θεάνθρωπος Χριστός ως τέλειος βασιλεύς, ιερεύς και προφήτης δίνει στον άνθρωπο με το Άγιο Βάπτισμα και το Χρίσμα τη δυνατότητα να ξαναβρεί την βασιλική, ιερατική και προφητική λειτουργία.
Όταν ο άνθρωπος λοιπόν με αρχοντιά χρησιμοποιή την κτίσι, δεν κάνει ποτέ εγωιστική χρήσι της κτίσεως. Όταν ο άνθρωπος κάνει εγωιστική χρήσι της κτίσεως, του φυσικού του περιβάλλοντος, τότε το κακοποιεί και φτιάχνει ένα κόσμο αβίωτο, όπως έχουμε πάθει σήμερα.
Η χρησιμοποίησις που κάνουμε σήμερα στην κτίσι είναι αλόγιστη, εγωιστική, παράλογη. Ενώ ο κόσμος του Θεού είναι ωραίος, εμείς τον ασχημίζουμε, και τελικά δεν μπορούμε να ζήσουμε μέσα σ’ αυτόν. Γίνεται η ζωή μας βάσανο και οδύνη. Όταν όμως ο άνθρωπος μάθη να χρησιμοποιή σωστά τον κόσμο, δεν κάνει κατάχρησι του κόσμου αλλά χρήσι, όπως θέλει ο Θεός. Κάνοντας καλή χρήσι του κόσμου, γίνεται κι αυτός συνδημιουργός με τον Θεό.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι ισχυρά ρεύματα μας επηρεάζουν να εγκαταλείψουμε αυτήν την ευλογημένη, εκκλησιαστική, ευχαριστιακή, λειτουργική, Θεοκεντρική χρήσι του κόσμου και να ζούμε ανθρωποκεντρικά. Να βάλουμε τον εαυτό μας κέντρο του κόσμου.
Αυτά τα ρεύματα έρχονται κυρίως από τη Δύσι. Η Δύσις πολύ νωρίς έχασε το Θεοκεντρικό της χαρακτήρα κι έγινε ανθρωποκεντρική. Έβαλε κέντρο όχι το Θεό αλλά τον άνθρωπο και αρρώστησε βαριά. Αυτή είναι η αρρώστια του δυτικού κόσμου, του δυτικού πολιτισμού, της δυτικής φιλοσοφίας, της δυτικής τέχνης: ο ανθρωποκεντρισμός της.
Και αυτή η αρρώστια οδήγησε όλο αυτόν τον κόσμο στο αδιέξοδο, το οποίο ομολογούν διαπρεπείς ξένοι διανοούμενοι, καλλιτέχναι, λογοτέχναι και ποιηταί: ότι η ανθρωποκεντρική αυτή ζωή και ο πολιτισμός της φιλαυτίας απέτυχαν και μας έφεραν στο αδιέξοδο.
Αυτά λοιπόν τα ρεύματα έρχονται και στον τόπο μας σήμερα και μας επηρεάζουν. Μας κάνουν να φεύγουμε σιγά –σιγά απ’ αυτήν την ευλογημένη εκκλησιαστική μας παράδοσι και να θέλουμε να οργανώσουμε την ζωή μας έξω από την Εκκλησία.
Όχι Θεοκεντρικά αλλά ανθρωποκεντρικά. Όχι ευχαριστιακά αλλά αχαριστιακά. Με αχαριστία προς τον Θεό. Σαν να μην είναι η ζωή, οι άνθρωποι και ο εαυτός μας δώρα του Θεού. Αυτό μαρτυρεί η προσπάθεια να επιβληθή και να διαδοθή ο πολιτικός γάμος. Πολιτικός γάμος σημαίνει γάμος εκτός Εκκλησίας.
Οικογένεια εκτός Εκκλησίας. Εκτός, δηλαδή, Θεού. Ακόμη, να επιβληθή άθρησκη παιδεία. Η άθρησκη παιδεία το ίδιο είναι. Γράμματα χωρίς Θεό. Έξω από την Λειτουργία, έξω από την Εκκλησία. Ενώ πόσο διαφορετική ήταν η παράδοσις του λαού μας με τα κρυφά σχολειά, τους μεγάλους διδασκάλους του Γένους, τις σχολές που είχε ιδρύσει η Εκκλησία! Είναι γνωστό το λαϊκό εκείνο ποιηματάκι που έλεγαν τα παιδιά μας όταν πήγαιναν στα κρυφά σχολειά:
«Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολειό
να μαθαίνω γράμματα
γράμματα σπουδάγματα
του Θεού τα πράγματα».
Οι ευσεβείς πατέρες μας ήθελαν τα σχολεία όχι για να αποκτούν τα παιδιά ξηρές γνώσεις, μήτε για να γίνωνται οι άνθρωποι εργαλεία για τις βιομηχανίες. Αλλά να γίνωνται άνθρωποι φωτισμένοι με το φως του Θεού. Και τα γράμματα να υπηρετούν αυτόν τον φωτισμό.      
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους μας, πόσα δεν έγραψε και δεν είπε στα κηρύγματά του γι’ αυτήν την παιδεία, τα θεϊκά γράμματα, που έχουν σκοπό να κάνουν τον άνθρωπο και αληθινό Χριστιανό!
Τώρα λοιπόν υπάρχει αυτή η τάσις, όλα να βγουν από την Εκκλησία, να χωρίσουν τον πολιτισμό από την Εκκλησία. Ενώ για τους Ορθοδόξους ήταν αυτονόητο, ότι δεν μπορεί να υπάρξη αληθινή ζωή και πολιτισμός έξω από την Εκκλησία.
Ιδρύονται σήμερα πολιτιστικοί σύλλογοι, που οργανώνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις χωρισμένες από την Εκκλησία. Ενώ όλες οι πολιτιστικές εκδηλώσεις του λαού μας ήταν συνυφασμένες με την Εκκλησία και με τα εκκλησιαστικά πανηγύρια. Να κάνουν εορτές άθεες, γιατί ο κόσμος έχει ανάγκη από εορτές. Όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος».
Για να μη έχουν οι άνθρωποι τις εορτές της Εκκλησίας και μ’ αυτές να φωτίζωνται, να αναπαύωνται, να ψυχαγωγούνται και να αγιάζονται. Θέλουν να φτιάξουν εορτές άθεες: Εορτή της υγείας, εορτή του αθλητισμού, εορτή του παιδιού κ.λ.π. Να μην εορτάζουμε τις μνήμες των Αγίων, που φέρουμε τα ονόματά τους, αλλά τα γενέθλιά μας.
Βλέπετε πόσο ανθρωποκεντρικό είναι αυτό; Όταν εορτάζω τα γενέθλιά μου, τιμάω τον εαυτό μου, σα να είμαι εγώ κάποιος σπουδαίος.
Αφήνω τον Άγιο που φέρω τ’ όνομά του. Ενώ η ευσεβής παράδοση του ορθόδοξου λαού μας είναι να εορτάζουμε τον Άγιό μας. Αν δεν έχουμε εορταζόμενο Άγιο, να εορτάζουμε των Αγίων Πάντων. Να ετοιμάσουμε το πρόσφορο, να το πάμε στην Εκκλησία, να λειτουργηθούμε, να κοινωνήσουμε, να πάρουμε το «ύψωμα», να το φέρουμε στο σπίτι, να έρθει ο ιερέας να μας ευλογήσει κι έτσι να τιμήσουμε τον Άγιο, να τιμηθούμε κι εμείς.                                                            
Αυτή η προσπάθεια, να παρακάμψουν την Εκκλησία και να οργανώσουν τη ζωή μας έξω από την Εκκλησία και παρά την Εκκλησία, λέγεται εκκοσμίκευσις. Να απεκκλησιοποιήσουν την κοινωνία μας, τον κόσμο μας, τον πολιτισμό μας, τη ζωή μας.
Είπαμε ότι αυτό το ισχυρό ρεύμα έρχεται από τη Δύσι. Είμαστε άραγε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε αυτό το κύμα, που κατά την ταπεινή μου γνώμη συνιστά την μεγαλύτερη απειλή κατά του ορθόδοξου λαού μας; Θυμάστε παλαιά, όταν λέγαμε κάποιον αλειτούργητο ή αστεφάνωτο, ότι αυτό θεωρείτο ύβρις; Σήμερα κοντεύουμε να το συνηθίσουμε. Αντίθετα το να είσαι λειτουργημένος αρχίζει να θεωρήται από τους εκκοσμικευμένους κύκλους σαν αναχρονιστικό και παράξενο. Αυτό το πνεύμα επηρεάζει και τους νέους μας, που σε μερικές περιοχές ντρέπονται να εκκλησιάζωνται.
Αυτή είναι η οδυνηρή πραγματικότης που έχουμε να αντιμετωπίσουμε και για την οποία χρειάζεται αγώνας εκ μέρους όλων μας, για να μη γίνει ο λαός μας αλειτούργητος, αστεφάνωτος, ανεκκλησίαστος.

Γιά νά ἀκούσετε τήν ὁμιλία πατῆστε δ

Πηγή στο διαδίκτυο  Αναβάσεις

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος4/11/12, 10:23 μ.μ.

    Μνημειώδης ομιλία . ΄Έστω και τώρα , στην ύστατη στιγμή , ολίγον πρό της αλώσεως , αξίζει να μελετηθεί από όλους μας . Ποτέ δεν είναι αργά ...

    Λ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή