Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

214 - Αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» στο Άγιο Όρος (2)

Με την εξαιρετική «ξενάγηση» του Βασίλη Λιόγκαρη θα βρεθούμε και πάλι στο Αγιον Ορος. Πάμε;

Γιαλό γιαλό πηγαίνεις. Στραφτολογάει το άσπρο βότσαλο. Ήρεμη συνύπαρξη. Σχήματα, χρώματα, όγκοι. Πλάτυνε την καρδιά σου να χωρέσει. Γίνου μάτια γιομάτος κι αυτιά και δάχτυλα. Ασήκωτη η ομορφιά σε ξεσηκώνει. Λίγο παρέκει η Μονή Ξενοφώντος. Η χαρά του γέροντα ατελείωτη. Μπορεί ώρες να σου μιλά, θέλει να ξεδώσει, θέλει να σου γεμίσει το μυαλό με ό,τι όμορφο πιστεύει. Πιο χαμηλό απ' το Δοχειάρι, έχει την άνεση στο μάκρος. Μπουκέτο από τρούλους το καθολικό. Γύρω τοιχία και πολεμίστρες και καμπαναριό. Μπαλκονάκια ξύλινα. Όλα πιο σεμνά όλα πιο λιτά. Πίσω πευκώνας και καστανιές και φλάμουρα. Δεν έχεις χρόνο να σταθείς. Ο καϊκτσής χρόνια τώρα κάνει τούτο το ταξίδι, κάθε μέρα φορτώνει, ξεφορτώνει, χάνεται. Άφησε δυο γέροντες. Το καλημαύκι ανεμίζει. Ο καιρός είναι καλός. Κοντοζυγώνει Δεκαπενταύγουστο. Η πιο μεγάλη, η πιο τρανή μέρα στο Όρος.

Και να, το καΐκι θα πιάσει τη σκάλα του Ρωσικού. Δεν είναι μοναστήρι αυτό. Πολιτεία ολάκερη, και τι να πρωτοχαρείς. Πλατάνια δίπλα στο κύμα. Κι όμως, δίπλα στο κύμα. Τινάζουνε μπόι στους τοίχους της μονής. Λιοπύρι βασανιστικό. Κι η σκιά ξεκούραση. Η βρύση θολοσκέπαστη. Η κληματαριά γλυκό κίτρινο σταφύλι. Πατωσιά από καλντερίμι. Ο κισσός φιδοσέρνεται στα τοιχία και στα δέντρα.

Ο θόλος πράσινος. Οι θόλοι πράσινοι. Πολλοί θόλοι. Πολιτεία ολάκερη σου λέω. Λιθάρια χορταριασμένα. Κυπαρίσσια σε σύναξη.

Ο Άγιος Παντελεήμονας. Είναι τ' όνομα της μονής. Τρεις χιλιάδες κελιά, μέσα κι έξω ένα γύρω. Χτίσματα ψηλά και μακριά. Σήμερα ερειπωμένα. Ακατοίκητα. Βομβαρδισμένα αγριοπούλια κουρνιάζουνε. Λιμανάκια και αποβάθρες απανωτές. Έτοιμα να δεχτούν πολλούς προσκυνητές. Ατέλειωτο το μοναστήρι. Μια καμπάνα που ζυγίζει κάπου δεκατέσσερις τόνους χαλκό. Βάλε με το νου σου καμπάνισμα. «Όταν ο καιρός είναι ούριος φτάνει ο ήχος μέχρι Σκιάθο και Αλόννησο», λέει ο γέροντας. Έργο εντυπωσιακό, αλαζονικό. Ρούσικο μπαρόκ. Αχόρταγη η ψυχή του ανθρώπου να υπηρετήσει το Θεό. Αχόρταγος ο θάνατος να δικαιώσει την ύπαρξή του.

Πας ν' αποξεχαστείς, να μη θυμάσαι. Σε τραβά η θάλασσα, σε τραβά το πλατάγισμα της μηχανής.

Αραξοβόλι της πολιτείας. Λιμάνι του Άθω η Δάφνη. Μικρολίμανο, ανοιχτό στο άγριο κύμα. Βάρκες και καΐκια και κίνηση.

Η Δάφνη ήταν κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας, την οποία αγάπησε με πάθος ο Απόλλωνας. Αυτή για να διαφυλάξει την παρθενία της κατέφυγε στον όρμο των παρθένων του Άθω. Η Δάφνη, το πρώτο στεριανό πάτημα στο Όρος και γύρισε χίλια χρόνια πίσω. Ταπεινό, ασήμαντο ψαροχώρι. Ολόγυρα στο μικρό μόλο μαζεύεται η ζωή. Βιασύνη. Ένα ανακάτωμα λαϊκοί και μοναχοί. Μικρομάγαζα. Μικρά αγιορείτικα ενθύμια. Μοσχολίβανο, εικόνες, ρακί, σάβανα, σταυρουδάκια, μπιχλιμπίδια, κάσκες οδοιπόρων, μπαστούνια. Μικρά ασήμαντα μαγερειά με φασολάδα. Καφενές με ξύλινους πάγκους κάτω από τσίγκινα στέγαστρα. Κληματαριές κι άγιο κλήμα. Μικρές γαλάζιες ορτανσίες.

Πλευρίζει στο αρσανάκι το καΐκι. Ένας κόσμος έρχεται. Ένας άλλος έτοιμος να φύγει. Ένα παλιό λεωφορείο περιμένει να φορτώσει αυτούς που ξεμπαρκάρουν. Ένας και μοναδικός δρόμος. Οι Καρυές. Πρέπει να φτάσεις στις Καρυές οπωσδήποτε. Προσκυνητής είσαι, μουσαφίρης, πρέπει να παρουσιαστείς στην Ιερά Επιστασία και να εφοδιαστείς με ειδικό συστατήριο έγγραφο που λέγεται διαμονητήριο. Με το χαρτί αυτό στην τσέπη και με κέντρο κίνησης τις Καρυές αρχίζει το οδοιπορικό σου.

Το μικρό λεωφορείο ξεκινά. Δε βρήκες θέση. Πού να βρεις; Άλλοι κρέμονται στα πλάγια. Ανηφορίζει. Αγκομαχά κι ανηφορίζει. Καταπίνει τις στροφές. Η θάλασσα καταγάλανη πλέκεται στα πόδια σου. Τα πλεούμενα σωρό. Ο δρόμος σκαλισμένα κατσάβραχα. Η βλάστηση γύρω οργιάζει. Πώς μπλέκεται έτσι η βλάστηση... Δε θα βγάλεις άκρη. Όλα τα πράσινα μαζί. Δίστρατα με ξύλινους σταυρούς και μονοπάτια. Κι αν σου βρεθεί το ξέφωτο μην παραλείψεις να δεις απόμακρη πια τη θάλασσα, στην άβυσσο χαμένη. Και τα πλεούμενα κουκκίδες ασήμαντες. Μπήκες σε δάσος πάλι και σκοτείνιασε ο ήλιος. Να βάλεις το κεφάλι μέσα απ' το παράθυρο. Κλώνοι και φυλλωσιές σου ‘χουνε θυμό. Θα μπουν να σε χτυπήσουν. Έχουνε βασίλειο κι εξουσία. Τεράστιες οξιές, αγριοκαστανιές, καρυδιές, κέδροι. Όλα τα πράσινα. Συνάμα ειρήνη και πόλεμος.

Πήρες να κατηφορίζεις. Ένιωσες πως ημέρεψε το πράσινο, ξέφωτα ανοιχτά. Πλημμύρα οι μπαχτσέδες. Νερά τρεχούμενα. Θάμνοι κι αγριόθαμνοι και φουντουκιές. Φτάνεις στις Καρυές. Όχι, δε θα πεις πως κουράστηκες. Δε φτουράει κούραση εδώ. Η λαχτάρα είναι πιότερη. Τελευταία στροφή. Πρωτοαντίκρισες την πρωτεύουσα του Όρους. Πλακοντυμένες σκεπές από γκρίζο. Κεραμιδένιες σκεπές από κόκκινο. Ψηλές καμινάδες προσαρμογή στον τόπο, στον καιρό. Λιθόστρωτα σπαρμένα αραιά σπίτια. Δίπατα. Τρίπατα. Άλλα κατοικούνται, άλλα όχι. Παμπάλαια, εγκαταλειμμένα. Σημαδεμένα από την ιστορία. Αρχοντική αγιορείτικη κοψιά κι αρχιτεκτονική. Όλα με παρεκκλήσια. Ανοιχτά παράθυρα να μπει το φως. Και τα λουλούδια στις αυλές ανθισμένα. Ξέχασε πως βρίσκεσαι στην εποχή σου. Είσαι μέσα σε μια ταινία εποχής με σημερινά ρούχα. Μεσαιωνικής εποχής. Ζεις και αναπνέεις τον αέρα της και τον τρόπο ζωής. Θηλυκό δεν υπάρχει. Ανυπαρξία. Άξιο ν' απορείς με τ' ανθισμένα ζουμπούλια και γιασεμιά. Μοσχοβολά ο αγέρας, ο φταίχτης, ο γονιμοποιός.

(Συνεχίζεται)

207 - Αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» στο Άγιο Όρος (1)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου